Οι καμπύλες, η διακεκομμένη και η καραντίνα της πολιτικής. Το #μένουμεσπίτι δεν αρκεί. /1

της κομμουνιστικής συλλογικότητας Militant




[2o σχόλιο της σύνταξης. Το κείμενο κάποια στιγμή χάθηκε στις ατραπούς του διαδικτύου. Αναδημοσιεύεται στις 26/6/2020 με ελάχιστες αλλάγες, ελπίζουμε... ως γνωστό δεν είμαστε φλώροι για να κρατάμε μπακάπ].
[Σχόλιο της σύταξης: Η Ερυθρά Γαζέτα μοιράζεται την ίδια αμηχανία και ανημπόρια με πολλούς να δώσει απαντήσεις στη κωλοκορονοκατάσταση που βιώνουμε.  Αρνείται παρόλα αυτά να υποκύψει από τη μία στον φουκωαγκαμπενικομεταμοντερνισμό [βλ. «βιοπολιτική» κάθε τρείς λέξεις και καθαρίσαμε] και από την άλλη στην υιοθέτηση του «εθνικού πολεμικού αφηγήματος». Θα προσπαθήσει να συμβάλλει όσο μπορεί ώστε «…το σωστό “δεν χρειάζεται να τίθεται υπό αμφισβήτηση η πραγματικότητα της επιδημίας” [να μην] μετατρέπεται εύκολα σε “δεν χρειάζεται να τίθεται υπό αμφισβήτηση ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την επιδημία”» (παραφράζοντας κατά το ελάχιστο τον Wolf Bukowski). 

Το πρώτο είναι της κομμουνιστικής συλλογικότητας «Militant». Αν και δημοσιεύτηκε παραπάνω από ένα μήνα πριν, διατηρεί την οξύτητά του, αφού προσπαθεί να επαναπολιτικοποιήσει τη συζήτηση γύρω από το ερώτημα: «Πώς είναι δυνατό ένα σύστημα υγείας σε μια χώρα ανεπτυγμένου καπιταλισμού να αντιμετωπίζει τέτοια κρίση λόγω μιας επιδημίας που, παρά τη σοβαρότητά της, αυτή τη στιγμή έχει αγγίξει μία άκρως περιορισμένη μερίδα του ιταλικού πληθυσμού;» Spoiler: Τις απαντήσεις δεν τις αναζητά στο αφήγημα της εθνικής ενότητας. Δεν καλεί σε «ξύλο στους γιατρούς» και «ψόφο στην ιατρική» Ευχαριστώ θερμά τη συλλογικότητα Militant και την Ο. για τις διορθώσεις. Το πρωτότυπο κείμενο, εδώ.

Commento della redazione: La Gazzetta Rossa condivide con molti confusione e perplessità e prova a trovare risposte sulla fottuta attuale emergenza coronovirus. Rifiuta tuttavia di arrendersi sia all’ approccio foucaultagabenopostmodernoide [cioè “biopolitica” ogni tre parole e risolto tutto] che all’ accettazione della narrazione “nazionale-guerresca”. Come scrive anche W.B. su Giap, non si tratta di "mettere in discussione la realtà dell’epidemia". Il punto è che da qui si arriva facilmente a sostenere che «non bisogna mettere in discussione il modo in cui il governo affronta l’epidemia".

 Il testo è pubblicato dal collettivo comunista Militant. Anche se pubblicato più di un mese fa, conserva la sua “acidità”, dal momento che cerca di ripoliticizzare il dibattito su una questione fondamentale: “...com’è possibile che il sistema sanitario di un paese a capitalismo avanzato sia entrato in sofferenza per un epidemia che, nonostante la sua serietà, al momento coinvolge una frazione estremamente contenuta della popolazione italiana?” Spoiler: Militant non cerca le risposte sul campo dell’unità nazionale. Non invoca “botte per i dottori” e “a morte la medicina”. Ringrazio di cuore il collettivo Militant e O per le correzioni della bozza. Il testo originale, qui.]

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να αρθρώσει συλλογικό λόγο σχετικά με την «κατάσταση έκτακτης λόγω κορονοϊού», με το κλίμα που έχει καλλιεργηθεί σε αυτή τη χώρα. Εδώ και μέρες κυριολεκτικά κατακλυζόμαστε από μία ατελείωτη μονόπλευρη ροή πληροφοριών από το μηντιακό και πολιτικό κύκλωμα που θρέφει ένα διάχυτο αίσθημα άγχους και ανασφάλειας, κάτι που δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα μήνα πριν. Σε αυτή τη «θεσμική» ροή, που έχει κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω, προστίθεται και η κακοφωνία των δεκάδων επί δεκάδων post, tweet, meme, ειδοποιήσεων, βίντεο και μηνυμάτων WhatsApp που καθημερινά διαχέονται οριζόντια σε  όλους μας από την προσωπική μας social «info-σφαίρα», σε σύμπνοια με το κυρίαρχο mood, σαν σε ένα σύστημα δυνάμεων, έχουν σε κάθε περίπτωση σαν αποτέλεσμα την ακραία δραματοποίηση της κατάστασης. Ας είναι ξεκάθαρο ότι σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να αρνηθούμε την σοβαρότητα της επιδημίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά ούτε θέλουμε να υποκύψουμε στο αφήγημα της «φυσικής», και επομένως «απρόβλεπτης» καταστροφής, το οποίο προσπαθεί να αποπολιτικοποιήσει την κατάσταση, αποκρύπτοντας τις συστημικές αιτίες, και θρέφει το κλίμα της «εθνικής ενότητας» που εξυπηρετεί αποκλειστικά στην απόκρυψη των πολιτικών ευθυνών και όχι στον εντοπισμό των διεξόδων από αυτή την κατάσταση.
Και να που απέναντι σε αυτήν τη χιλιαστική προσέγγιση, που την έχουν εσωτερικεύσει πλέον πάρα πολλοί σύντροφοι, «εξατομικευμένοι» όσο και η υπόλοιπη κοινωνία, τα πρώτα πράγματα που φαίνεται να έχουν μπει σε καραντίνα είναι η πολιτική και η κριτική σκέψη. Θα απέχουμε από στενά ιατρικές επισημάνσεις· δεν έχουμε τα ειδικά εφόδια για κάτι τέτοιο και είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε οποιονδήποτε αυτές τις μέρες πήρε ταχύρυθμο πτυχίο ιατρικής από το Πανεπιστήμιο της Google, με ειδίκευση πιθανώς στην ιολογία από το Facebook και το Twitter. Προφανώς και έχουμε γνώμη για το ζήτημα, αλλά, ακριβώς για αυτό, επειδή πρόκειται για γνώμη, θα την κρατήσουμε για τον εαυτό μας, αποφεύγοντας να αυξήσουμε χωρίς λόγο το σαματά. Θεωρούμε ότι δεν θα είχε νόημα να αναπαράγουμε και τα διάφορα «προγνωστικά» μοντέλα με τα οποία μας βομβαρδίζουν, τόσο τα «καταστροφολογικά» όσο και τα «καθησυχαστικά»· οι μεταβλητές στην εξίσωση είναι πάρα πολλές και η γνώση των δεδομένων εξαιρετικά περιορισμένη. Λαμβάνουμε υπόψη μόνο την παράμετρο «θνητότητα» του ιού, για την οποία γίνεται πολύς λόγος στην αντιπαράθεση των στρατηγικών που υιοθετήθηκαν στις διάφορες χώρες: δηλαδή το ποσοστό μεταξύ των θανόντων και αυτών που προσβλήθηκαν. Θα έμοιαζε ένας σχετικά απλός υπολογισμός, από αυτούς που όλοι διδαχθήκαμε στο σχολείο· παρόλα αυτά, ακόμα και στην απόφαση σχετικά με το ποιο αριθμητικό δεδομένο θα μπει στον παρανομαστή, υπεισέρχεται ένα στοιχείο ιδιαίτερης βαρύτητας που αλλάζει, και πολύ μάλιστα, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η κοινωνία την επιδημία: αν λαμβάνονται υπόψη μόνο οι νεκροί ασθενείς από Covid 19 ή όσοι πέθαναν με Covid 19. Η διαφορά της θνητότητας που καταγράφεται στη Νότια Κορέα (66 νεκροί σε 7.979 προσβεβλημένους, το 0,8%, με βάση την τελευταία αναφορά του ΠΟΥ) και στην Ιταλία (1.266 αποβιώσαντες σε 17.660, το 6,5%), σε δύο χώρες με παρόμοια δημογραφική δομή, εξηγείται και έτσι. Για το δεδομένο που πρέπει να μπει στον παρονομαστή ο βαθμός της ασάφειας αυξάνεται ακόμα περισσότερο, γιατί όπως έχει ευρύτατα εξηγηθεί αυτές τις μέρες από τους ίδιους του επιδημιολόγους του ISS [Στμ. - Istituto Superiore di Sanità: Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας], ένας ακόμα μη επαρκώς καθορισμένος αριθμός «μολυσμένων» δεν παρουσιάζει ούτε θα παρουσιάσει ποτέ συμπτώματα· για αυτό και δεν θα έχει κανένα λόγο να υποβληθεί σε τεστ (αν υπάρχουν σε επάρκεια). Το ίδιο ισχύει και για πολλούς από αυτούς που η συμπτωματολογία τους δεν θα ξεπεράσει αυτή της κοινής γρίπης. Γενικά, πρόκειται για μια εκτίμηση εξ ορισμού προσεγγιστική που μας θέτει απέναντι σε εντελώς διαφορετικά σενάρια. Για παράδειγμα: αν είναι ρεαλιστικές οι υποθέσεις της ιολόγου Ιλάριας Κάπουα, οι μη καταγεγραμμένοι φορείς του ιού θα είναι 100 φορές περισσότεροι από τους δηλωμένους, και επομένως η θνητότητα θα είναι 100 φορές μικρότερη. Υπάρχει όμως ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο: αυτό του σταδιακά αυξανόμενου αριθμού των ασθενών που αναγκάζονται να νοσηλευτούν στην εντατική, σε σχέση με τα πραγματικά διαθέσιμα κρεβάτια, συνυπολογίζοντας και τους no Covid ασθενείς· ένα όριο που γρήγορα το φτάνουμε και θα το ξεπεράσουμε.
Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από αυτό το στέρεο «πραγματικό δεδομένο» για να θέσουμε κάποια πολιτικά ζητήματα, ξεκινώντας με ένα ερώτημα που αν και ρητορικό, μοιάζει αναπόφευκτο: πώς είναι δυνατό ένα σύστημα υγείας σε μια χώρα ανεπτυγμένου καπιταλισμού να αντιμετωπίζει τέτοια κρίση λόγω μιας επιδημίας που, παρά τη σοβαρότητά της, αυτή τη στιγμή έχει αγγίξει μία άκρως περιορισμένη μερίδα του ιταλικού πληθυσμού; Το τελευταίο «πολεμικό ανακοινωθέν» που δημοσίευσε η Πολιτική Προστασία πριν τη συγγραφή αυτού του ποστ μιλούσε για συνολικά 17.660 επιβεβαιωμένα περιστατικά στις 13 Μάρτη, που ισοδυναμούν με το 0,03% του συνόλου του πληθυσμού της Ιταλίας. Και 8.745 νοσούντες που έχουν εισαχθεί στα νοσοκομεία (0,01), συμπεριλαμβανομένων των 1.328 που νοσηλεύονται στις εντατικές. Νούμερα πολύ σημαντικά, σίγουρα, αλλά όχι κατά Ιωάννη αποκαλυπτικά, κυρίως αν συγκριθούν με όσα συμβαίνουν σε άλλα σημεία του πλανήτη και αντιμετωπίζονται με νωθρότητα και αδιαφορία. Κάθε χρόνο η φυματίωση μόνο σκοτώνει 1.600.000 ανθρώπους, από τους οποίους οι 250.000 παιδία, αλλά προφανώς ζουν στο λάθος μέρος του πλανήτη και δεν αξίζουν πολλούς πόρους και προσοχή. Γιατί επομένως αυτός ο συναγερμός; Η απάντηση που συνήθως δίνεται αυτές τις μέρες συνοψίζεται λίγο πολύ στο παρακάτω γράφημα: σε αυτό παρουσιάζεται η εξέλιξη μιας επιδημίας χωρίς τη λήψη κανενός μέτρου και αντίθετα, η εξέλιξη της ίδιας επιδημίας μετά από τη λήψη των απαραίτητων μέτρων αναχαίτισης, σε σχέση με την ικανότητα του συστήματος υγείας που στο γράφημα εκφράζεται με τη διακεκομμένη γραμμή.



Τώρα (παραβλέποντας τον ακραίο συλλογισμό που υπονοείται, ότι προσβεβλημένος=άρρωστος=νοσηλευόμενος), είναι ξεκάθαρο ότι αν επικεντρωθούμε αποκλειστικά –και άμεσα, μάλλον σωστά– μόνο στις δύο καμπύλες, θα χάσουμε από τα μάτια μας το γεγονός ότι το ύψος της διακεκομμένης δεν είναι «εκ φύσεως» δεδομένο, αλλά είναι «ιστορικό», συνδέεται αξεδιάλυτα με την κοινωνική και ιατρική ανάπτυξη, εντός της οποίας όμως αποτελεί έκφραση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των τάξεων και των ταξικών αγώνων που καθορίζουν αυτόν τον συσχετισμό. Στην ουσία, το ύψος της διακεκομμένης σε αυτό το γράφημα είναι αποκλειστικά και μόνο πολιτικό ζήτημα. Γιατί η πολιτική αποφασίζει το πόσες μονάδες του ΑΕΠ προορίζονται για τη δημόσια υγεία. Γιατί η πολιτική αποφασίζει τη σχέση μεταξύ πληθυσμού και αριθμού κρεβατιών και μεταξύ πληθυσμού και ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού. Και πάντα η πολιτική είναι που αποφασίζει την αναλογία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής υγείας, μεταξύ μιας στρατηγικής που προσανατολίζεται στη μεγιστοποίηση της πρόληψης και μιας άλλης που κεντράρει κυρίως στη «περίθαλψη» σαν πηγή κέρδους. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, μετά από έναν κύκλο ταξικών αγώνων που είχαν κερδίσει το δικαίωμα σε ένα δημόσιο και καθολικό σύστημα υγείας, η Ιταλία διέθετε 9,22 κρεβάτια ανά 1.000 κατοίκους· σήμερα στη δημόσια υγεία τα κρεβάτια μειώθηκαν σε 2,5 ανά 1.000 κατοίκους, ενώ στην ιδιωτική η αναλογία είναι 0,7 στους χίλιους (πηγή).



Προκειμένου να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου και εκεί τα τελευταία 30 χρόνια χαρακτηρίζονται από συνεχείς περικοπές, η σχέση αυτή τη στιγμή είναι 5 κρεβάτια ανά 1000 κατοίκους. Με βάση πάντα τα στοιχεία του ετήσιου δελτίου του SSN [Στμ. Servizio Sanitario Nazionale: Eθνικό Σύστημα Υγείας], η Ιταλία διαθέτει αυτή τη στιγμή 5.090 κρεβάτια εντατικής θεραπείας (8,42 για 100.000 κατοίκους), 1.129 κρεβάτια για εντατική θεραπεία νεογνών (2,46 για 1.000 νεογνά) και 2.601 κρεβάτια για εντατική καρδιολογικής (4,30 για 100.000 κατοίκους), συνολικά λίγο παραπάνω από τα μισά από τα 15.000 κρεβάτια, εντατικής πάντα, που διέθετε το 1980. Για να διατηρηθεί αυτό το επίπεδο θα αρκούσε, για παράδειγμα, να στραφεί εκεί ένα μέρος από τα κονδύλια που κατευθύνονται σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς· θα αρκούσε να στερηθεί η χώρα ένα F35 (185 εκατομμύρια ευρώ) για να αγοράσει 5.000 συσκευές αναπνευστικής υποστήριξης· αντί για 90 F35 και ένα αεροπλανοφόρο θα μπορούσαμε σήμερα να είχαμε επιπλέον 54 πολυκλινικές των 1.000 κρεβατιών τελευταίας γενιάς (πηγή). Πρόκειται προφανώς για καθορισμό προτεραιοτήτων και είναι πάντα και μόνο η πολιτική που το κάνει αυτό, ενώ πάντα και μόνο οι αγώνες μας επιτρέπουν να επηρεάσουμε αλλότριες πολιτικές ατζέντες. Για αυτόν τον λόγο το «μένουμε σπίτι» είναι απαραίτητο αλλά απόλυτα ανεπαρκές, γιατί αυτές οι «κόντρες», αυτοί οι αγώνες σηκώνονται, ή καλύτερα, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ταξική αριστερά, θα έπρεπε να σηκωθούν τώρα. Γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος, όταν η επιδημία θα έχει κάνει τον κύκλο της και θα βγούμε από αυτή την κρίση, να βρεθούμε με μια υγεία ακόμα περισσότερο κατευθυνόμενη προς τον ιδιωτικό τομέα, κρίνοντας από την αύξηση των απευθείας αναθέσεων που ακριβώς στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας.
Ένα ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο θα έπρεπε να αφιερωθεί στο ζήτημα των κινδύνων που διατρέχουν λόγω κυβερνητικής αμέλειας ή ανικανότητας οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Αντί να ποστάρουμε φωτογραφίες εξαντλημένων νοσοκόμων ή ρητορικές εκκλήσεις για «τα αγγελούδια μας» [Στμ. – Το αντίστοιχο του ελληνικού «ήρωες»], θα έπρεπε να έχουμε την αποφασιστικότητα να ζητήσουμε εξηγήσεις σχετικά με το πώς έγινε δυνατό να βρεθούν σε αυτή την κατάσταση. Πώς είναι δυνατό, και παρά το γεγονός ότι είχαμε προειδοποιηθεί ένα μήνα και πλέον πριν, να βρεθεί το σύστημα υγείας τελείως απροετοίμαστο, με ανεπαρκή εξοπλισμό και προσωπικό, εμποδίζοντας τους υγειονομικούς να δουλεύουν σε συνθήκες ασφάλειας και δημιουργώντας μια κατάσταση που κατέστησε τους γιατρούς και τους νοσοκόμους την κατηγορία με τα περισσότερα κρούσματα. Και σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να τρίψουν στη μούρη όσων πολιτικών δεν χάνουν ευκαιρία να φωτογραφηθούν στα νοσοκομεία (photo opportunity), ότι παραπάνω από το 50% των περικοπών των τελευταίων χρόνων αφορούσε ακριβώς τα έξοδα για προσωπικό (πηγή).  Ίσως, αντί να ωρυόμαστε ηθικίστικα εναντίον του «λαού του σπριτς» ή των «ανεύθυνων νέων που μολύνουν τους παππούδες», θα ήταν η ευκαιρία να ζητήσουμε λογαριασμό από αυτούς που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες σύμφωνα με τις επιταγές των ευρωπαϊκών συνθηκών και των νεοφιλελεύθερων συνταγών και που σήμερα, αντί να χτίζουν καινούρια νοσοκομεία ή να ανοίγουν τα κλειστά, μας καλούν να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τον εθνικό ύμνο στο μπαλκόνι. Αλλά για να το καταφέρουμε, χρειαζόμαστε σαν οξυγόνο την πολιτική.           

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο