Εργατισμός. Η συντριβή μιας ολέθριας ουτοπίας/ Operaismo. La disfatta di un’utopia letale

 

του Αλεσάντρο Τζαρντιέλο/di Alessandro Giardiello*

 


[Σημείωμα της σύνταξης: 

Ο σύντροφος Λένιν έλεγε:

«Φυσικά και είναι ιερό δικαίωμα του κάθε πολίτη και ιδιαίτερα κάθε διανοούμενου να ακολουθεί όποιον αντιδραστικό ιδεολόγο προτιμάει. Όταν όμως άνθρωποι που έχουν ξεκόψει ριζικά με τις βάσεις του μαρξισμού στη φιλοσοφία αρχίζουν έπειτα να στρεψοδικούν, να τα μπερδεύουν, να κλωθογυρίζουν και να μας διαβεβαιώνουν ότι είναι “και αυτοί” μαρξιστές στη φιλοσοφία, ότι είναι “σχεδόν” σύμφωνοι με τον Μαρξ και ότι απλώς τον “συμπλήρωσαν” λιγάκι, είναι θέαμα δυσάρεστο».*

Στα πλαίσια λοιπόν του αγώνα για την αποφυγή ανάλογων «δυσάρεστων θεαμάτων», δημοσιεύουμε το κείμενο του Αλεσάντρο Τζαρντιέλο που καταπιάνεται με την ιστορία, τη φιλοσοφία και την πολιτική του Εργατισμού, αυτής της «γιγαντιαία[ς] επιχείρηση[ς] πολιτικού αναθεωρητισμού που πουλιόταν σαν “επιστροφή στον Μαρξ”».

Σκοπός μας δεν είναι να παίξουμε κάποιο ρόλο διανοητικής αστυνομίας και να μοιράσουμε «μαρξιστικά ISO» σε ιδέες και θεωρίες·  σκοπός είναι να ξεκαθαρίζονται οι έννοιες ώστε οι θεωρητικές και πρακτικές συνθέσεις (εάν και εφόσον είναι δυνατές, που δεν είναι πάντα), να οικοδομούνται στη βάση ξεκάθαρων ιδεών και όχι «ιδεολογικών χυλών».      

Ένα πολύ χρήσιμο κείμενο, ακόμα και για αυτούς που δεν συμμερίζονται την τροτσκιστική θέση του Αλεσάντρο, για την υπεράσπιση κάποιων θεμελιωδών ιδεών του μαρξισμού-λενινισμού, δίχως τις οποίες η κομμουνιστική θεωρία και πρακτική εκκενώνεται από κάθε επαναστατικό περιεχόμενο και μετατρέπεται σε «νερόβραστη σούπα».**

Ευχαριστώ πολύ τον Αλεσάντρο για όλη του τη βοήθεια. Το πρωτότυπο κείμενο, εδώ.

Η Gazzetta Rossa αναλαμβάνει την ευθύνη για την επιλογή των φωτογραφιών και για τις λεζάντες τους. Σχεδόν όλες οι σημειώσεις είναι του συγγραφέα· οι ελάχιστες του μεταφραστή φέρουν τη συντομογραφία "σ.τ.μ.".

* Β.Ι. Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (Άπαντα, τόμος 18), Σύγχρονη Εποχή, 2011, σ. 216-217.

** Φρίντριχ Ένγκελς, Εισαγωγικό σημείωμα στο Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας, Σύγχρονη εποχή, 2011, σ. 7.

Nota della redazione:

Il compagno Lenin scriveva:

“Naturalmente ogni cittadino, e particolarmente ogni intellettuale, ha il sacro diritto di seguire qualunque ideologo reazionario. Ma se individui che hanno rotto in modo radicale con gli stessi fondamenti del marxismo in filosofia incominciano poi a far proiettare, a creare confusione, a dimenarsi assicurando che essi “pure” sono marxisti in filosofia, che sono “quasi” d’accordo con Marx e che hanno soltanto un pochino “completato”, allora lo spettacolo diventa disgustoso”. [V. I. Lenin, Materialismo ed empiriocriticismo]

Nel contesto della lotta contro analoghi “spettacoli disgustosi”, pubblichiamo il testo di Alessandro Giardiello, che si occupa della storia, la filosofia e la politica dell’operaismo, di quella “gigantesca operazione di revisionismo politico spacciata come ‘ritorno a Marx’”.

La nostra intenzione non è quella di svolgere un ruolo di “polizia intellettuale” e distribuire o negare “patentini marxisti” a idee e teorie; il nostro scopo è chiarire determinati concetti dimodoché le sintesi teoriche e pratiche (se e nella misura queste siano possibili) si costruiscano su basi politiche chiare e non su “pappette ideologiche”.

Un testo molto utile, anche a chi non condivide le posizioni trotskiste di Alessandro, per la difesa di idee fondamentali del marxismo e del leninismo, senza le quali la teoria e la pratica comunista si svincola da ogni contenuto rivoluzionario e diventa “povera zuppa eclettica” (Friedrich Engels, Ludwig Feuerbach e il punto d'approdo della filosofia classica tedesca).

Vorrei ringraziare Alessandro per il suo aiuto. Il testo originale, quì. Le note sono dell'autore, a parte poche del traduttore evidenziate come tali. La Gazzetta Rossa assume la responsabilità per la scelta delle foto e delle loro didascalie.]

 

Από μια πτέρυγα των Κόκκινων Τετραδίων (Quaderni Rossi)[1] γεννιέται το 1964 η Εργατική Τάξη (Classe Operaia),[2] το περιοδικό που δικαιολογημένα θεωρείται από τους ιστορικούς το λίκνο του ιταλικού εργατισμού. Το Εργάτες και Κεφάλαιο[3] του 1966 είναι το πολιτικό και θεωρητικό μανιφέστο του Μάριο Τρόντι· επηρέασε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών, που το ’68-’69 έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους στην πολιτική και κοινωνική σκηνή.

Η Εργατική Τάξη έριξε αυλαία το 1967, αλλά οι θέσεις του εργατισμού θα ξαναλανσάρονταν με διάφορες μορφές μέχρι τις μέρες μας.

Κάποια εισαγωγικά

Τι είναι όμως ο εργατισμός, αυτή η σύλληψη με το φαινομενικά τόσο ελκυστικό όνομα; Και κυρίως τι συνέπειες είχε στο εργατικό κίνημα το οποίο επικαλείται με τέτοια θέρμη; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στο «σχίσμα» που  πραγματοποιήθηκε πριν μισό αιώνα στη συντακτική ομάδα των Κόκκινων Τετραδίων· για προφανείς λόγους χώρου δεν θα καταγράψουμε όλη την ιστορία, θα περιοριστούμε στη δική μας εκδοχή, παραθέτοντας στους αναγνώστες μια πλούσια βιβλιογραφία.[4]  

Δεν θα μπούμε στον σικ διάλογο που λαμβάνει χώρα στα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Μας ενδιαφέρει να προσεγγίσουμε το ζήτημα από αγωνιστική σκοπιά, εστιάζοντας στις πολιτικές συνέπειες που είχαν οι εργατίστικες ιδέες στο εργατικό κίνημα και γενικά στην αριστερά.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η κληρονομιά του εργατισμού κουβαλιέται μέχρι τις μέρες μας ασκώντας κάποια γοητεία σε κομμάτια ριζοσπαστικοποιημένων νέων, αν και λιγότερο από ότι στη δεκαετία του ’70.

Η ύπαρξη συλλογικοτήτων που «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο» ανήκουν στον εργατισμό ή στον μετα-εργατισμό, όπως οι Clash city workers,[5] Noi saremo tutto,[6] Infoaut,[7] μέχρι και ο γαλαξίας των Disobbedienti[8] (Commonware,[9] Global project,[10] κτλ.) μαρτυρούν τα παραπάνω.

Θα μπορούσε να εγερθεί η ένσταση ότι δεν υπάρχει σημείο επαφής μεταξύ εργατιστών και disobbedienti, αφού οι δεύτεροι, σε αντίθεση με τους πρώτους, αρνούνται στην εργατική τάξη έναν ενεργό ρόλο στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Πρόκειται για μια αλήθεια μόνο φαινομενική. Στην πραγματικότητα προέρχονται  από τον ίδιο ιδεολογικό κορμό. Οι εργατιστές του χτες είναι οι disobbedienti του σήμερα και δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η εξέλιξη· είναι εξολοκλήρου εγγεγραμμένη στο DNA τους.

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι σημερινοί εργατιστές θα είναι οι αυριανοί disobbedienti, για να αποφύγουμε όμως κάτι τέτοιο, είναι αναγκαία μια πολιτική παρέμβαση που να εκκινεί από εκείνες τις αναλυτικές βάσεις, χωρίς τις οποίες «η ιστορία επαναλαμβάνεται δύο φορές, χτες σαν τραγωδία, σήμερα σαν φάρσα».[11]

Αν κάποιος εκκινεί από μια σύλληψη, όσο εκλεκτιστική κι αν είναι, που στην ουσία της είναι φιλοσοφικά ιδεαλιστική, και από μια μεταφυσική θεώρηση της εργατικής τάξης, είναι αναπόφευκτο τη στιγμή που τον πλακώνει η πραγματικότητα, να καταλήξει να κάνει στροφή 180 μοιρών, αρνούμενος κάθε ρόλο στην τάξη των εργαζομένων, ακόμα και το δικαίωμά της να υπάρχει ως τέτοια.

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο από την στιγμή που τέτοιες επιρροές δεν «προσέβαλαν» μόνο τις συλλογικότητες που προαναφέρθηκαν, αλλά και το ευρύτερο κίνημα της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς (αυτό που τέλος πάντων υπήρχε μέχρι πριν κάνα χρόνο).

Αρκεί να θυμηθούμε την κουβέντα που είχε ανοίξει στην Κομμουνιστική Επανίδρυση (Rifondazione Comunista) στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000, όταν ο Φάουστο Μπερτινότι φλέρταρε με τις θέσεις του διανοητικού καπιταλισμού,[12] με τις ιδέες της Αυτοκρατορίας των Νέγκρι-Χαρντ[13] και με την απάρνηση του στρατηγικού στόχου της κατάκτησης της εξουσίας από τις εργαζόμενες τάξεις.[14] Η ειρωνεία είναι ότι αυτός που υποστήριζε αυτές τις θέσεις κατέληξε μετά από κάνα χρόνο να διαχειρίζεται την εξουσία των μεγαλοαστών, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Πρόντι.

Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τον Γενάρη του 2007, σε ένα συνέδριο που οργανώθηκε από τον εκδοτικό οίκο DeriveApprodi για την τεσσαρακοστή επέτειο από την έκδοση του Εργάτες και Κεφάλαιο (τα πρακτικά του οποίου δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα από το Commonware), ο τιμώμενος προσκεκλημένος, ο Μάριο Τρόντι, έκλεισε την εισήγησή του υποστηρίζοντας ότι, «ο εργατισμός… αποτελεί μια δυνητικά κυρίαρχη οπτική».[15]

Η αναφορά δεν αφορούσε το 1968-69 αλλά προβαλλόταν στο μέλλον· αυτό δεν εμπόδισε τον Τρόντι, λίγους μήνες μετά, να προσχωρήσει στο Δημοκρατικό Κόμμα (Partito Democratico-PD) και να εκλεγεί στη Γερουσία κατά την τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο.

Ο Τρόντι παρέα με τη σύμβουλο του Ρέντσι και υπουργό Μαρία Έλενα Μπόσκι.

Δεν έχει διασταυρωθεί αν ο πατέρας του ιταλικού εργατισμού, την ώρα που ψήφιζε το Jobs Act,[16] σκέφτηκε, έστω και στιγμιαία, τις θέσεις που επεξεργάστηκε στη νιότη του σχετικά με την «εργατική χρήση του κεφαλαίου».

Αυτό που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι ότι όταν νομίζεις ότι θα χρησιμοποιήσεις το κεφάλαιο, πάντα αυτό καταλήγει να σε χρησιμοποιεί.

Λίγη ιστορία

Μετά τα εισαγωγικά, ας περάσουμε στην ουσία της σκέψης του εργατισμού.

Στο κείμενο θα αναφέρουμε μόνο παρεμπιπτόντως τον Ρανιέρο Παντσιέρι,[17] τον ιδρυτή των Κόκκινων Τετραδίων, όχι από απροθυμία, αλλά επειδή συμμεριζόμαστε την άποψη που έχουν ήδη εκφράσει άλλοι, εντοπίζοντας τη γέννηση του εργατισμού στη διάσπαση του ’63.[18]

Το ιστορικό στέλεχος της σοσιαλιστικής αριστεράς είχε την αρετή να κριτικάρει το σταλινισμό από μια σκοπιά που δεν ήταν σοσιαλδημοκρατική, αν και δεν αντιλήφθηκε βαθιά τη φύση του σταλινισμού, ούτε συμμερίστηκε ποτέ εξολοκλήρου τις αναλύσεις του Τρότσκι. Ίσως κι επειδή αυτοί που τις εκπροσωπούσαν εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία ήταν ευρέως ενσωματωμένοι στον μηχανισμό του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος  (Partito Comunista ItalianoPCI).[19]

Ο Ρανιέρο Παντσιέρι στα δεξιά.

Ο Παντσιέρι, όπως και πολλοί άλλοι αγωνιστές και στελέχη της ιταλικής αριστεράς, υπέστη το σοκ των δηλώσεων του Χρουστσόφ μετά τον θάνατο του Στάλιν και της καταστολής της ουγγρικής επανάστασης του 1956 από τα σοβιετικά τανκς.[20]

Προσπάθησε να απελευθερώσει την αριστερά από τη σταλινική σκουριά, δίνοντας όμως μια μερική απάντηση στην κρίση του εργατικού κινήματος της δεκαετίας του ’50. Και σε κάθε περίπτωση, δεν τα έσπασε ποτέ ολοκληρωτικά με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Partito Socialista ItaliòanoPSI), το κόμμα στο οποίο συμμετείχε μέχρι το φθινόπωρο του 1964, όταν χάθηκε πρόωρα σε ηλικία μόλις 44 χρονών.

Το πολιτικό πλαίσιο εκείνων των χρόνων άλλαζε ραγδαία.

Οι κινητοποιήσεις στις αρχές του ’60 εναντίον της κυβέρνησης Ταμπρόνι και οι συνδικαλιστικοί αγώνες που κορυφώθηκαν με την εξέγερση της πλατείας Στατούτο (1962),[21] δημιουργούσαν ένα νέο, λιγότερο ασφυκτικό περιβάλλον για το εργατικό κίνημα μετά τη δύσκολη δεκαετία του ’50.

Η συντακτική ομάδα των Κόκκινων Τετραδίων έκανε ντεμπούτο το φθινόπωρο του ’61. Το αρχικό πεδίο εργασίας ήταν η εργατική έρευνα (κυρίως στις μεγάλες τορινέζικες φάμπρικες). Από εκεί γεννήθηκε η έννοια της «ταξικής σύνθεσης», που σε τελική ανάλυση πρότεινε να εξάγονται οι εργατικές συμπεριφορές από τη θέση στην παραγωγική διαδικασία, σύμφωνα με μια ντετερμινιστική προσέγγιση που έτεινε τα ταυτοποιεί δομή και υπερδομή· μια καθόλου καινούργια προβληματική που αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης ακόμα και στα χρόνια του Μαρξ και του Ένγκελς.[22]

Παρόλα αυτά, ο Παντσιέρι δεν το πήγε ποτέ παραπέρα και παρέμεινε μια φιγούρα στο όριο μεταξύ του παραδοσιακού αριστερού σοσιαλισμού και των εργατίστικων αντιλήψεων. Η βασική ιδέα στις Εφτά θέσεις για ζήτημα του εργατικού ελέγχου[23] (που τις επεξεργάστηκε μαζί με Λούτσιο Λιμπερτίνι το 1958) ήταν να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία βασισμένη στη δημοκρατία και στον εργατικό έλεγχο (που ως ιδέα ήταν απόλυτα σωστή), μια άποψη που ο Παντσιέρι δεν εγκατέλειψε μέχρι τον θάνατό του.

Το σημείο ρήξης με αυτή την παράδοση έρχεται με τον Τρόντι, όταν αυτός έφτασε να αποφανθεί ότι έρχονταν «πρώτα οι εργάτες και μετά το κεφάλαιο».[24]

Μια θέση που ο Γκουίντο Βιτάλε, ιστορικό στέλεχος της Lotta Continua και για πολύ καιρό πεισμένος θιασώτης των εργατίστικων θέσεων, εξηγεί με τα παρακάτω λόγια:

«Κατά τον Μαρξ, με την κατάργηση του κεφαλαίου (και επομένως της μισθωτής εργασίας) εξαφανίζονται και οι κοινωνικές τάξεις. Αλλά ο Τρόντι δεν το σκέφτεται έτσι, απαιτεί να εξαχθεί το κεφάλαιο από την εργατική τάξη ή από την ταξική σύνθεση έτσι όπως ο Χέγκελ εξήγαγε την υλική πραγματικότητα από την “Ιδέα”, δηλαδή από τη σκέψη, δίνοντάς της προτεραιότητα έναντι της υλικής πραγματικότητας.

»Στον Τρόντι η Εργατική Τάξη (με κεφαλαία) γίνεται το απόλυτο στο οποίο υπάγεται το κάθε τι. Συμπεριλαμβανομένων των εκμεταλλευτών της. Και ο ταξικός αγώνας μετατρέπεται σε μια εσωτερική υπόθεση της ταξικής σύνθεσης».[25]

Αυτό που προσέδιδε ξεκάθαρο χαρακτήρα στη σκέψη του Τρόντι είχε ήδη δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού, στο εντιτόριαλ με τίτλο «Ο Λένιν στην Αγγλία», και ολοκληρώθηκε στο δοκίμιο του ’66 με τον τίτλο «Μαρξ, εργατική δύναμη, εργατική τάξη».[26]  


 

Η κινητήρια ιδέα ήταν να φέρει τον «Λένιν στην Αγγλία», να φανταστεί την επαναστατική ρήξη στις υψηλότερες βαθμίδες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου υποτίθεται ότι η εργατική τάξη είναι πιο δυνατή, ξαναπιάνοντας μια υπόθεση που κατά βάθος ήταν του Μαρξ. Όπως γνωρίζουμε όμως η επαναστατική ρήξη συνέβη στον «αδύναμο κρίκο», στην καθυστερημένη Ρωσία των τσάρων, που παραδόξως στα χρόνια του Μαρξ αντιπροσώπευε σε διεθνές επίπεδο το κνούτο της αντίδρασης.

Με το ζήτημα είχε ήδη ασχοληθεί ο Λένιν και η καθοδηγητική ομάδα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που ουσιαστικά το είχε εξηγήσει με την σοσιαλδημοκρατική προδοσία και την ελλιπή προετοιμασία των κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία, με εξαίρεση τη Ρωσία, ήταν πολύ νεαρά και ανίκανα να αναλάβουν τα ιστορικά τους καθήκοντα.  

Μια απάντηση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τον Τρόντι που προτίμησε να αναθέσει στον Λένιν το καθήκον να «διορθώσει» τον Μαρξ, μεταμορφώνοντας τον Ρώσο επαναστάτη σε κάποιον που θεωρεί ότι η πολιτική προηγείται της οικονομίας, η επαναστατική θεωρία της οικονομικής κριτικής του Μαρξ.

Η κατάληξη αυτής της πλάνης ήταν να δώσει μια «πολιτική» ανάγνωση στην οικονομία και εν προκειμένω μια «πολιτική» ανάγνωση στη μαρξική θεωρία της εργασιακής αξίας.

Σύμφωνα με την «επανερμηνεία» του Τρόντι, η φύση της εργασίας που ανακάλυψε ο Μαρξ δεν έγκειται στην έννοια της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα, αλλά στην έννοια της εργατικής τάξη μέσα και ενάντια στο κεφάλαιο: η τάξη, δυναμικό στοιχείο του κεφαλαίου, πρωταρχική αιτία της ανάπτυξης, παράγει το κεφάλαιο ως οικονομική δύναμη, μπορεί όμως να αρνηθεί να το παράξει, διαχωρίζοντας τον εαυτό της ως οικονομική κατηγορία, αρνούμενη τον εαυτό της ως παραγωγική δύναμη και αυτοανακηρυσσόμενη σε πολιτική υπερδύναμη.[27]

Το από πολλές απόψεις αλλόκοτο συμπέρασμα ήταν ότι η εργατική τάξη, μια τάξη εκμεταλλευόμενη, καταπιεσμένη και κυριαρχούμενη, που δεν κατέχει ούτε τα μέσα παραγωγής ούτε την πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική κυριαρχία, θα ήταν σε θέση να καθορίσει τις οικονομικές επιλογές του συστήματος, όχι μετά την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά από πριν.

Η λογική ένσταση σε αυτή τη θέση είναι: γιατί τότε χρειάζεται να πάρει την εξουσία το προλεταριάτο αν είναι σε θέση να την ασκήσει εντός του καπιταλισμού; Εδώ ήδη μπορεί να διαφανεί η ρεφορμιστική δυναμική της τροντιανής υπόθεσης.

Η φυσική συνέπεια μιας τέτοιας ανάλυσης ήταν να ορίσει τις υποκειμενικές επιλογές των εργατών ως την κινητήρια δύναμη του κοινωνικού μετασχηματισμού. Επομένως, θα ήταν δυνατό να παρακαμφθεί η ανάγκη της οικοδόμησης ενός επαναστατικού κόμματος.

Το κόμμα αντικαθίσταται από την πρωταρχικότητα του αυθορμητισμού και του εργοστασιακού αγώνα έναντι των πάντων, η οργάνωση εκλαμβάνεται ως συντονιστικό εργατικών συλλογικοτήτων, καταλήγοντας στην απολυτοποίηση του ρόλου του εργατικού αγώνα ως αυτοτελούς λύσης.

Όπως επιβεβαιώνει και ο Σέρτζιο Μπολόνια σαράντα χρόνια μετά:

«Οι Ιταλοί εργατιστές δεν θέλησαν να βρίσκονται στην καθοδήγηση της τάξης, δεν θέλησαν να αποτελέσουν πολιτικό στρώμα, δεν θέλησαν να είναι ένα κομματίδιο, βιώνοντας βαθιά την αντίφαση μεταξύ της άσκησης πολιτικής θεωρίας και της ταυτόχρονης απόρριψης των παραδοσιακών οργανωτικών μοντέλων… Οι εργατιστές αισθάνονταν ότι βρίσκονταν στην υπηρεσία της ανασύνθεσης της τάξης».[28]

Μια αντίληψη που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως ανταγωνιστική, σίγουρα όχι επαναστατική. Όταν εκθείαζε τον Λένιν (περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, αυτό όμως λίγο μετράει από πολιτική σκοπιά), το έκανε πάντα για να τα σπάσει ριζικά με την μπολσεβίκικη προσέγγιση και εμπειρία.

Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι ενώ τα στελέχη της Κομιντέρν, μέχρι την σταλινική παρακμή που επέβαλλε τον σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα, εκκινούσαν από μια οργανικά διεθνιστική οπτική, που έβλεπε στον Οκτώβρη την έναρξη μιας διαδικασίας που στη συνέχεια θα εξαπλωνόταν στις πιο αναπτυγμένες χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία), διαβάζοντας και αναλύοντας κάθε ιδιαίτερη εθνική εξέλιξη στη βάση μιας συνολικής και παγκόσμιας ανάλυσης των οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών, ο εργατισμός χαρακτηριζόταν πάντα από μια επαρχιώτικη προσέγγιση που ουσιαστικά δεν ενδιαφερόταν να αναλύσει τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα παραγωγής. 

Ομιλία του Λένιν στην 3η Διεθνή.
 

Ξεκινούσε από μια χώρα (την Ιταλία του ’60), καμιά φορά ακόμα και από ένα εργοστάσιο ή μια ομάδα εργοστασίων για να εξάγει γενικά συμπεράσματα σε αναλυτικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο εργατισμός, όπως και πιο πριν ο μπορντιγκισμός, παρέμεινε μία τάση ουσιαστικά εθνική, που σε καμιά στιγμή δεν μπόρεσε να λάβει διαστάσεις που θα ξεπερνούσαν τα σύνορα της χώρας μας. Το ενδιαφέρον και η συμπάθεια που κέρδισαν αυτές οι ιδέες μεταξύ ομάδων διανοούμενων στη Γαλλία ή σε άλλες χώρες, δεν μπορεί να αποκρύψει την ανικανότητά τους να οικοδομηθούν ως πολιτικό ρεύμα διεθνών διαστάσεων. Μια όψη τόσο προφανής, που όταν οι αγγλοσάξωνες διανοούμενοι αναφέρονται στον εργατισμό, μιλάνε για τη λεγόμενη «Italian theory».    

Η επιστροφή στον Μαρξ και τα Grundrisse

Οι βασικές θέσεις της Εργατικής Τάξης αναπαρήγαγαν τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών, του Σορέλ, του Προυντόν, του Μπακούνιν και του πρώιμου εργατισμού, τότε που η εργατική τάξη ήταν ακόμα στα σπάργανα.

Οι Ιταλοί εργατιστές όμως είχαν την απαίτηση να είναι καινοτόμοι και να διαβάζουν και να ερμηνεύουν τον Μαρξ καλύτερα απ’όλους.

Έτσι ξεκινούσε μια γιγαντιαία επιχείρηση πολιτικού αναθεωρητισμού που πουλιόταν σαν «επιστροφή στον Μαρξ».

Αν υπάρχει κάτι απολύτως ξεκάθαρο και κρυστάλλινο στις θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς, ακόμα και για όποιον έχει μια επιφανειακή γνώση, είναι ότι οι αντιφάσεις του συστήματος παράγουν την εργατική σύγκρουση και όχι το αντίστροφο.[29]

Αλλά οι εργατιστές ανακάλυψαν τα Grundrisse[30] και τα ερωτεύτηκαν: ειδικά το περιβόητο Απόσπασμα για τις μηχανές[31] (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία στο τέταρτο τεύχος των Κόκκινων Τετραδίων) έγινε το άγιο δισκοπότηρο της εργατίστικης σκέψης. Όπως λέει και η φιλόσοφος Μαρία Τουρκέτο: «Για όποιον αναφέρεται στον εργατισμό, αυτό το σύντομο κείμενο αντιπροσωπεύει την ικανή και αναγκαία αναφορά: ό,τι πρέπει να γνωρίζεις από τον Μαρξ».[32]

Τουρκική έκδοση των Grundrisse.

Ένα από τα αγαπημένα αποσπάσματα των εργατιστών είναι το ακόλουθο:

«Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν η μίζερη βάση μπροστά σε αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε και ανάπτυξε η ίδια η μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί μεγάλη πηγή πλούτου, παύει –αναγκαστικά– ο χρόνος εργασίας να αποτελεί μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης».[33]

Με αφετηρία αυτό το απόσπασμα ο Τρόντι αποπειράθηκε να ακυρώσει τη θεωρία της εργασιακής αξίας. Ο Νέγκρι, κάνα χρόνο μετά, το πήγε ακόμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε την προφητεία στην οποία ο Μαρξ είχε προβλέψει τη μεταβιομηχανική κοινωνία.[34]

Ο Μαρξ όμως, σε καμία περίπτωση δεν έλεγε αυτά που του αποδίδουν ο Τρόντι και οι σύντροφοί του· ακριβώς σε αυτό το Απόσπασμα για τις μηχανές απευθυνόταν στον αντιδραστικό Τζέιμς Μέιτλαντ, κόμη του Λώντερνταιηλ, υποστηρίζοντας τις θεμελιώδεις θέσεις της θεωρίας της αξίας:

«Από όσα ειπώθηκαν φαίνεται καθαρά ο παραλογισμός του Λώντερνταιηλ, όταν θέλει να κάνει το πάγιο κεφάλαιο μια ανεξάρτητη από τον χρόνο εργασίας, αυτοτελή πηγή αξίας. Αποτελεί τέτοια πηγή μόνο στο βαθμό που είναι και αυτό το ίδιο αντικειμενοποιημένος χρόνος εργασίας, και στο βαθμό που τοποθετεί χρόνο υπερεργασίας» (έμφαση δική μας).[35]

Δεν θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας το γεγονός ότι τα Grundrisse γράφτηκαν πριν την κυκλοφορία του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, και ότι επρόκειτο για προπαρασκευαστικές σημειώσεις του Μαρξ που δεν σκόπευε να δημοσιεύσει. Έχοντας αυτό σαν δεδομένο, ούτε στα Grundrisse, ούτε στο Κεφάλαιο ο Μαρξ περιέγραφε μια εργατική κοινωνιολογία σύμφωνα με την οποία η πολιτική εξέγερση μιας τάξης οδηγεί στην επαναστικοποίηση του τρόπου παραγωγής.

Στην πραγματικότητα, η υλιστική και διαλεκτική λογική του μαρξισμού ανατρεπόταν από την κοινωνιολογική και ηθικίστικη των εργατιστών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Τρόντι βρήκε την ευκαιρία να επισημάνει ότι είχαν υποστεί την επιρροή του φιλελεύθερου κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ.[36]

Μια τόσο γιγαντιαία διαστρέβλωση της σκέψης του Μαρξ δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε αδιέξοδο: μέσα σε λίγα χρόνια ο Τρόντι μπήκε στο πολιτικό κύκλωμα καταλήγοντας να βαλτώσει στην κινούμενη άμμο της «αυτονομίας του πολιτικού». 

Η αυτονομία του πολιτικού

Με την αυτονομία του πολιτικού ο εργατισμός ανακάλυπτε την εργατική χρήση του κεφαλαίου και της εξουσίας. Η εργατική τάξη ήταν εξουσία: σύμφωνα με τον Τρόντι, το λάθος της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν ότι σκέφτηκε πως θα μπορούσε να διαχειριστεί την κρατική καπιταλιστική μηχανή, αλλά ότι ήταν υποτελής στην πρωτοβουλία της. «Εντός της εργασίας πρέπει να γεννηθεί μια νέα ιεραρχία, όχι αξιών, αλλά εξουσιών, μια διαφορετική κατανομή εξουσίας στο πεδίο της άμεσης πολιτικής».[37]

Η υπόθεση μετατρεπόταν σε μια συμμαχία των παραγωγών, μια νέα ΝΕΠ, μια διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας υπό εργατική πολιτική καθοδήγηση που θα χρησιμοποιούσε την (αστική) κρατική μηχανή για να υπερνικήσει τις καθυστερήσεις της ιταλικής κοινωνίας, να προωθήσει τη μεταρρύθμιση του Κράτους και να ξαναβάλει μπρος τις μηχανές της ανάπτυξης. Αν στη δεκαετία του ’60, σύμφωνα με τον Τρόντι, η εργατική τάξη ήταν το υποκείμενο που κινούσε τα νήματα του κεφαλαίου και ο αγώνας της ήταν η μοναδική δραστηριότητα ικανή να απομυστικοποιήσει την αστική ιδεολογία, στη δεκαετία του ’70 αυτό ήταν η βούληση για εξουσία του κόμματος. Εν προκειμένω, του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Γίνεται έτσι ολοφάνερος ο τρόπος με τον οποίο η «αυτονομία του πολιτικού» μεταμορφώνεται σε μια διαδικασία πολιτιστικής αναμόρφωσης της γραφειοκρατίας του Ι.Κ.Κ. που φιλοδοξούσε να απελευθερωθεί από τα εμπόδια της διαλεκτικής και του μαρξισμού. Ο εγγενής ρεφορμισμός των αντιλήψεων του Τρόντι το 1964, ξεδιπλωνόταν με όλη του τη σφοδρότητα μέσω μιας στροφής που καθιστούσε ανεπαίσθητες τις διαφορές μεταξύ των εργατιστών και της γραμμής του ιστορικού συμβιβασμού του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Όχι τυχαία, το απαράτ του Ι.Κ.Κ δέχτηκε πίσω τον άσωτο υιό και του συγχώρησε τα «νεανικά αμαρτήματα».

Λίγες φορές στη ιστορία το τσιτάτο του Τρότσκι «Ο σεχταριστής είναι ένας οπορτουνιστής που φοβάται το εαυτό του»[38] αποδεικνυόταν με τόση πλαστικότητα από την πραγματικότητα. Φυσικά υπήρξαν και αυτοί, στο στρατόπεδο των εργατιστών, που συνέχισαν για πολλά χρόνια ακόμα να «φοβούνται τον εαυτό τους και το ίδιο τους τον οπορτουνισμό».

Μετά τη σύντομη εμπειρία του περιοδικού Contropiano, η ομάδα του εργατισμού χωρίστηκε σε δύο γραμμές: το χάσμα ήταν στη βάση του περισσότερο τακτικό παρά στρατηγικό. Αν και είχαν αντίθετες στάσεις απέναντι στην πολιτική πρόταση της καθοδηγητικής ομάδας του Ι.Κ.Κ., ο αριστερός εργατισμός του Νέγκρι και ο δεξιός εργατισμός του Τρόντι (η γραμμή της αυτονομίας του κοινωνικού και της αυτονομίας του πολιτικού αντίστοιχα) συμμερίζονταν τη βασική υπόθεση σύμφωνα με την οποία ο νόμος της αξίας καταργούνταν γιατί η πολιτική σχέση, ως χώρος της απόφασης, της προσταγής, υποκαθιστούσε την παραγωγική σχέση: «κάθε οικονομικός και κοινωνικός καθορισμός εξαφανίζεται, όλα είναι πολιτική».[39]

Αν και οι εργατιστές αναγκάστηκαν από το «θερμό φθινόπωρο»[40] και την άνοδο του μαζικού κινήματος να αναμετρηθούν με το ζήτημα του κόμματος, δεν αντιλήφθηκαν ποτέ πραγματικά την αξία του.  

Αν οι δεξιοί εργατιστές αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Ι.Κ.Κ. (εντός του οποίου δεν έδωσαν καμία μάχη ως εσωτερική αντιπολίτευση, παρά τις αρχικές διακηρύξεις τους), οι εργατιστές της αριστεράς σχημάτισαν την Εργατική Εξουσία (Potere operaio), που οι ίδιοι την όριζαν ως το κόμμα της εξέγερσης (κατά τη γνώμη μας μια εξέγερση περισσότερο σύμφωνα με την αντίληψη του Σορέλ παρά του Λένιν).[41]
 

Όσο και αν η πρόθεση τους ήταν να επιδιωχθεί μια πολιτική ανασύνθεση των συγκρούσεων γύρω από τα προτάγματα του εργατισμού, πολύ γρήγορα καταλήφθηκαν από το πάθος για τις μολότοφ, τις μπαλακλάβες και την ένοπλη πάλη.[42]

Διαδήλωση αυτόνομων τη δεκαετία του '70. Το φετίχ της βίας ήταν κυρίαρχο σε θεωρητικό και στυλιστικό επίπεδο. Με τα τρία δάχτυλα σχηματίζουν το πιστόλι P38.

Με την αποτυχία της Εργατικής Εξουσίας το 1973, οι πολιτικές ακροβασίες του Νέγκρι θα οδηγήσουν το κίνημα στο έδαφος της Εργατικής Αυτονομίας (Autonomia Operaia).[43]

Ο εκθειασμός συγκεκριμένων αγώνων, συγκεκριμένων μεθόδων, συγκεκριμένων σλόγκαν, όπως για παράδειγμα «ο μισθός ως ανεξάρτητη μεταβλητή», δεν είναι από μόνος του ικανός να παράξει κάποια ρωγμή στο σύστημα. Οι εργατιστές δεν αντιλαμβάνονταν κάτι σημαντικό: οι αγώνες, ακόμα και οι πιο σκληροί, στην καλύτερη των περιπτώσεων οδηγούσαν σε μία αναδιανομή του εισοδήματος και σε μερικές κατακτήσεις· σε καμία περίπτωση δεν έφεραν εκ φύσεως μια δυναμική ρήξης και ανατροπής του συστήματος.

Πάνω στη βάση αυτών των τραγικών λαθών θα βρεθεί ο εργατισμός στα τέλη του ’70 να εκφράζει και να εξηγεί συγχρόνως και την αιχμή της καθεστωτικής ιδεολογίας (ιστορικός συμβιβασμός) και τη θεαματική αντίθεση σε αυτή (εργατική αυτονομία).

Μοιάζει απίστευτο αλλά κατά βάθος δεν υπήρχε κανένα θεωρητικό χάσμα ανάμεσα στις δύο γραμμές (του Τρόντι και του Νέγκρι): στην πράξη τρεφόταν η μία από την άλλη, σε ένα αρνητικό σπιράλ που συμπαρέσυρε το κίνημα όλο και πιο χαμηλά μέχρι την ήττα του ’80 στη Φίατ, που σήμανε το τέλος μιας περιόδου πάνω από δέκα χρόνων μεγάλων κοινωνικών αγώνων.

Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια ήττα πιο βαριά από αυτή.

Οι φιλοσοφικές πλευρές του ζητήματος

Σύμφωνα με τους εργατιστές, η εργατική τάξη, αρνητική κινητήρια δύναμη του κεφαλαίου, ικανή να το παράγει σαν οικονομική δύναμη και να του προκαλεί πολιτική κρίση, δεν ήταν ο κληρονόμος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας, την αγγλικής πολιτικής οικονομίας και του γαλλικού πολιτικού σοσιαλισμού[44] αλλά «στοιχείο ανορθολογικό», «η μοναδική αναρχία που το κεφάλαιο αδυνατεί να οργανώσει κοινωνικά».[45]

Στην πραγματικότητα, ο εργατισμός σε φιλοσοφικό επίπεδο επανασυνδεόταν με τις ατομικιστικές απόψεις του Μαξ Στίρνερ, που έναν αιώνα πριν είχαν δεχτεί τα πυρά των Μαρξ και Ένγκελς.[46]

Οι νεαροί Μαρξ και Ένγκελς και ένα κομμάτι από το χειρόγραφο της Αγίας Οικογένειας όπου ασκουν σκληρή κριτική στον Μαξ Στίρνερ.

Ο Μαξ Στίρνερ ήταν θιασώτης του μηδενισμού, του υπαρξισμού και του αναρχοατομικισμού, αν και σε καμία περίοδο της ζωής του δεν αυτοχαρακτηρίστηκε ως «αναρχικός». Οι αντιλήψεις του ενέπνευσαν πολλούς φιλοσόφους, μεταξύ τον οποίων ακόμα και τον Νίτσε.[47]

Η πρώτη έρευνα σχετικά με την αρνητική σκέψη του Νίτσε ωρίμασε στα πλαίσια του σχεδίου του Τρόντι να φέρει σε επαφή τον εργατικό μηδενισμό με τη σκέψη της κρίσης. Ο αντιανθρωπισμός, ο ανορθολογισμός και ο αντιιστορισμός θεωρούνταν πρακτικά όπλα του αγώνα, εργαλεία του κινήματος που καταργεί την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Πραγματοποιούνταν ένα πέρασμα από μια μαρξιστική οπτική σε μια φιλοσοφία της εργατικής τάξης, ο θεμελιώδης θεωρητικός μηχανισμός της οποίας προσδιοριζόταν από τη σχέση παραγωγής, που θεωρείται προϊόν μιας υποκειμενικής δραστηριότητας.

Η θεωρία της κοινωνικής ανυπακοής του Νέγκρι, που το 1973 αντικατέστησε την επαναστατική κεντρικότητα του εργάτη-μάζα με εκείνη του κοινωνικού εργάτη και επομένως ενός διάχυτου νεολαιϊστικου προλεταριάτου, τελειοποιούσε το άδειασμα των μαρξιστικών κατηγοριών και έστρωνε το έδαφος για τη συνάντηση του εργατισμού με τη γαλλική φιλοσοφία της επιθυμίας και της διαφορετικότητας (Φουκώ, Ντελέζ), των θεωρητικών της βιοπολιτικής.[48]

Ένα έξοχο κείμενο του Γιαν Ρέμαν[49] ξεκαθαρίζει το πώς η σκέψη του Νίτσε χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους δομιστές ως μοχλός «ξεπεράσματος» της μαρξιστικής σκέψης. Μια τέτοια ιδεολογική επιχείρηση έλαβε χώρα όταν ο Φουκώ, «εντυπωσιασμένος από το κίνημα του ’68», πραγματοποίησε μια στροφή προς τα αριστερά που μπέρδεψε τελείως πολλούς συγχρόνους του.[50]

Οι "πάνκηδες" Φουκώ και Νίτσε.
 

Αναγνωρίζονται εδώ τα όρια μιας πολιτικής κουλτούρας που στα τέλη του ’70, αφού έκοψε κάθε δεσμό με την κριτική της πολιτικής οικονομίας και κατέστησε θολή κάθε μαρξιστική ιδέα, γινόταν με τα όλα της όχημα υποτέλειας στις φιλελεύθερες ιδέες.

Αν ο δεξιός εργατισμός έφτανε στο σημείο να εξολοθρεύει ολόκληρη τη μαρξιστική κουλτούρα επειδή του ήταν εμπόδιο και η αυτονομία του πολιτικού μεταμορφωνόταν σε εγκώμιο στο απολίτικο ή σε αποδοχή του τέλους της πολιτικής,[51] ο αριστερός εργατισμός, αν και επισήμως εκθείαζε τον μαρξισμό, τον άδειαζε από κάθε επαναστατικό περιεχόμενο στρώνοντας τον δρόμο για τις μεταεργατίστικες και disobbedienti αντιλήψεις.

Από τον εργάτη-μάζα στον general intellect 

Η διάλυση της Εργατικής Εξουσίας το 1973 και οι προβληματισμοί του Νέγκρι σχετικά με τον κοινωνικό εργάτη[52] οδήγησαν στις κατοπινές θεωρίες του μεταφορντισμού, της άυλης παραγωγής και του διανοητικού καπιταλισμού. Ας δούμε μέσα από ποια μονοπάτια.

Κολάζ του Νάνι Μπαλεστρίνι

Προϋπόθεση της εργατίστικης θεωρίας είναι η αναπαράσταση της ιστορίας ως μια διαδοχή ηγεμονικών φιγούρων, υποκειμένων του μετασχηματισμού, που ανανεώνονται σε κάθε διαδικασία καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, κάθε αναδιάρθρωση, προκαλούμενη από τους εργατικούς αγώνες, αντιστοιχεί στη γέννηση μια νέας τεχνικής σύνθεσης της εργατικής δύναμης που καθορίζει με τη σειρά της μια νέα πολιτική σύνθεση.

Στην απόπειρα να ερμηνευτεί η αναδιάρθρωση ως μια διαδικασία προορισμένη να προωθήσει την ανασύνθεση της τάξης και να παράξει ένα νέο υποκείμενο, ικανό να επεκτείνει σε όλη την κοινωνία την ανταγωνιστική ισχύ που είχε ο εργάτης-μάζα το θερμό φθινόπωρο μετά την λεγόμενη πετρελαϊκή κρίση του 1973 (στην πραγματικότητα επρόκειτο για κρίση υπερπαραγωγής), η ανάγνωση του Νέγκρι ήταν ότι το κεφάλαιο, αντιδρώντας στην πτώση του ποσοστού κέρδους, ήταν αναγκασμένο να διαχύσει τη διαδικασία της αξιοποίησης στην κοινωνία. Συνεπώς από το εργοστάσιο περνάμε στην κοινωνία και από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη.

Στην ανάλυση του Νέγκρι η αλληλοδιείσδυση μεταξύ δομής και υπερδομής γίνεται απόλυτη, η σφαίρα της κυκλοφορίας και της παραγωγής ενοποιούνται στη διάσταση της αναπαραγωγής.

Η σύγκρουση που προεικονίστηκε στο Εργάτες και Κεφάλαιο μεταξύ εργοστασίου και καπιταλιστικής κοινωνίας επανασχεδιαζόταν σαν σύγκρουση μεταξύ κοινωνικής εργασίας και κράτους-εκπροσώπου του συλλογικού καπιταλιστή. Η προσταγή της επιχείρησης, απαγκιστρωμένη από την αξία, μετατρεπόταν σε απλό συσχετισμό δύναμης, σχέδιο υποκειμενικής και αυθαίρετης κυριαρχίας· το κεφάλαιο δεν θεωρούνταν πλέον αξία που αξιοποιείται αλλά βούληση για εξουσία· αυτονομία του πολιτικού, επομένως «η κριτική της πολιτικής οικονομίας είναι αμέσως κριτική της διοίκησης, του Συντάγματος, του Κράτους»,[53] ένα απόσπασμα που δείχνει μέχρι ποιο σημείο ο Τρόντι συνέχιζε μετά από χρόνια να αποτελεί αναμφισβήτητο σημείο αναφοράς για τον Νέγκρι.

Ακόμα και το 2007, στο συνέδριο του DeriveApprodi που προαναφέραμε, θα πει ότι χωρίς τα τροντιανά γυαλιά δεν θα είχε καταλάβει ποτέ το Κεφάλαιο του Μαρξ.[54] Μια άποψη που υποστηρίζει και ο Σέρτζιο Μπολόνια στην παρουσίαση του βιβλίου του Στιβ Ράιτ Η έφοδος στον Ουρανό. Για μια ιστορία του εργατισμού:

«(…) Ο Τρόντι θέτει τα θεμέλια του εργατισμού. Η ίδια η ιδέα της ταξικής σύνθεσης δεν είναι παρά μια απόπειρα να μεταφραστούν στην πράξη μερικές ιδέες που είχε παρουσιάσει πρώτος ο Τρόντι. Ο Στιβ Ράιτ, έχοντας καταλάβει πλήρως τη σημασία και το νόημα των γραπτών του Τρόντι εκείνης της περιόδου, προσφέρει το κλειδί της σωστής ανάγνωσης για την αναπαράσταση της ιστορίας του ιταλικού εργατισμού».[55]

Από τα τέλη του ’70 και μετά η αναζήτηση νέων υποκειμένων θα ξεφύγει από κάθε όριο μεταξύ των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, των υπηρεσιών, του υποπρολεταριάτου κτλ.[56] και ο εργατισμός θα περάσει σε όλο και περισσότερες παραισθήσεις.

Με το πέρασμα των χρόνων θα καθιερωθεί ένα λεξιλόγιο, ένα στυλ σκέψης, αναγνωρίσιμο στις έννοιες της «κοινής επιχειρηματικότητας», του «διανοούμενου-μάζα», του «πλήθους», του «cognitariato». Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες θέσεις, η τεμαχισμένη και επαναλαμβανόμενη εργασία θα εξοβελιζόταν και η αφηρημένη γνώση, μετατρεπόμενη σε κύρια παραγωγική δύναμη, θα ανταποκρινόταν στην πραγματοποίηση της έννοια του general intellect.

Θεριζοαλωνιστική μηχανή. Έργο του Sigrit Hjerten (1885-1948)

Ενώ όμως για τον Μαρξ ο general intellect ήταν σταθερό κεφάλαιο, αντικειμενοποιημένη επιστημονική ικανότητα στο σύστημα των μηχανών, για τους μεταεργατιστές η διάκριση μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου παύει: η ζωντανή εργασία, αποθετήριο γνωσιακών ικανοτήτων μη αντικειμενοποιημένων στο σύστημα των μηχανών, δεν είναι εκμεταλλευόμενη από το κεφάλαιο εργατική δύναμη, αλλά κοινή επιχειρηματικότητα, μαζική διάνοια.

Οι τελευταίοι κρίκοι αυτής της αλυσίδας ψευδαισθήσεων είναι οι εργαζόμενοι της γνώσης και οι αυτόνομοι εργαζόμενοι δεύτερης γενιάς, που περιγράφονται αντίστοιχα ως η νέα πρωτοπορία που μπορεί να ενσαρκώσει το πιο υψηλό σημείο των αντιφάσεων μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής και πιονιέροι μιας συνειδητής και αυθόρμητης «εξόδου» από τη συνθήκη της εξαρτημένης εργασίας.

Με τις μελέτες για την επανάσταση της πληροφορικής, διατυπώνεται η υπόθεση της μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης που χαρακτηρίζεται από ευελιξία και αποϋλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων, εισαγωγή αρθρωτών ή δικτυακών συστημάτων. Ο Νέγκρι θα υποστηρίξει τον δεσμό ανάμεσα σε αυτές τις θέσεις και τις αντιλήψεις των πρώτων εργατιστών: «Μέσα από την εμπειρία της Εργατικής Εξουσίας καταφέραμε να διαισθανθούμε ότι η πρόταση του κομμουνισμού δεν ερχόταν πλέον από το εργοστάσιο αλλά από την αυτονομία ενός νέου κοινωνικού προλεταριάτου, άυλου και παραγωγικού». Και θα προσθέσει μια αναφορά για τους «Αμερικάνους συναγωνιστές που ξεκίνησαν τις επενδύσεις στη Σίλικον Βάλευ, συνδέοντας τον αυθορμητισμό της άρνησης της εργασίας με έναν ορισμένο επιχειρηματικό λενινισμό».[57]

Η εκμετάλλευση της πληροφορικής εργασίας (όσο ελιτίστικη κι αν είναι) κατέληγε να γίνει «άρνηση της εργασίας και επιχειρηματικός λενινισμός». Τίποτα λιγότερο.

Θέσεις που δεν μπορούσαν να μην προκαλέσουν μια δίκαιη αποστροφή και που έρχονταν ακόμα περισσότερο σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, όταν ξεκινούσε η οικονομική κρίση του 2008. Σε αυτά τα χρόνια διαλύθηκαν πολλές ψευδαισθήσεις και η συζήτηση μεταφέρθηκε σε πιο ορθολογικά πεδία ακόμα και στον ανταγωνιστικό χώρο. Αυτό εξηγεί τη γέννηση σαφώς πιο εργατίστικων συλλογικοτήτων και την έκδοση βιβλίων που αν και προέρχονται από αυτό τον χώρο, απορρίπτουν αποφασιστικά τη ρεύμα του Νέγκρι.

Πρόκειται για ένα στοιχείο που αξιολογούμε θετικά, αυτό όμως δεν μας  εμποδίζει να σημειώσουμε ότι η διέξοδος δεν μπορεί να είναι η «επιστροφή στα παλιά», το σάλτο στην εργατίστικη αλυσίδα προκειμένου να πιαστούμε στους προηγούμενους κρίκους, των απαρχών ή των μετέπειτα χρόνων (’68-69, ’73, ’77). Το πρόβλημα δεν έγκειται στον ξεχωριστό κρίκο, αλλά στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η αλυσίδα.

Παραφράζοντας το σύνθημα του συνεδρίου της Εργατικής Εξουσίας του 1973[58] μπορούμε να πούμε ότι «το να γυρίσουμε πίσω δεν σημαίνει ότι ξεκινάμε από την αρχή», σημαίνει καταδίκη σε αιώνιο πολιτικό φαλιμέντο. 

 

* Ο Αλεσάντρο Τζαρντιέλο είναι μέλος της Sinistra Classe Rivoluzione, του ιταλικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης

  

        

 

 



[1] Τα Κόκκινα Τετράδια ήταν περιοδικό της ιταλικής αριστεράς που δημιουργήθηκε από τους Ρανιέρο Παντσιέρι και Μάριο Τρόντι. Έκλεισε το 1965. Κυκλοφόρησαν έξι τεύχη την περίοδο 1961- 1965, το έκτο μετά τον θάνατο του Παντσιέρι. Από την αρχική ομάδα αποχώρησαν το 1963 οι Μάριο Τρόντι, Τόνι Νέγκρι και άλλοι για να ιδρύσουν την Εργατική Τάξη (Classe Operaia).

[2] Το περιοδικό Εργατική Τάξη κυκλοφόρησε εννιά τεύχη το 1964 (εκ των οποίων τα τρία διπλά), τέσσερα τεύχη το 1965, αραιώνοντας τις εκδόσεις μέχρι το κλείσιμο, τον Μάρτη του 1967. Εκτός από τον διευθυντή Μάριο Τρόντι, στη συντακτική ομάδα συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα, Μάσιμο Κατσιάρι, Τόνι Νέγκρι και Σέρτζιο Μπολόνια.

[3] To Εργάτες και Κεφάλαιο (Operai e Capitale) είναι κοινά αποδεκτό ως το θεμελιακό κείμενο του ιταλικού εργατισμού. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που γράφτηκαν από το 1964 μέχρι το 1966, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το Lenin in Inghilterra (Ο Λένιν στην Αγγλία) (το εντιτόριαλ του πρώτου τεύχους του Εργατική Τάξη), Vecchia Tattica per una nuova strategia (Παλιά Τακτική για μια καινούργια στρατηγική) (τ. 4-5), το 1905 in Italia (1905 στην Ιταλία) (τ. 8-9), το Classe e partito (Τάξη και κόμμα) (τ. 10-12) και το πιο περιεκτικό Marx, forza lavoro, classe operaia (Μαρξ, εργατική δύναμη, εργατική τάξη). Εκδόθηκε την πρώτη φορά από τον εκδοτικό Einaudi, επανεκδόθηκε το 2013 από τον DeriveApprodi.

[4] Για την ιστορία του ιταλικού εργατισμού περιοριζόμαστε να σημειώσουμε: Steve Wright, Lassalto al cielo. Per una storia delloperaismo, Ρώμη, Alegre, 2008 [ελλ. μετ. Κόκκινο Νήμα, Η έφοδος στον ουρανό. Ταξική Σύνθεση και ταξική πάλη στον ιταλικό αυτόνομο μαρξισμό, Κόκκινο Νήμα, 2012]· G. Borio, F. Pozzi e G. Roggero, Futuro Anteriore. Dai “Quaderni Rossi” ai movimenti globali: ricchezze e limiti dell’operaismo italiano, Ρώμη, DeriveApprodi, 2002· G. Trotta e F. Milana (a cura di), L’operaismo degli anni Sessanta da “Quaderni Rossi” a Classe Operaia, Ρώμη, DeriveApprodi, 2008.

[5] Οι Clash City Workers είναι «μια συλλογικότητα που γεννήθηκε το 2009 με παρουσία στη Νάπολη, τη Ρώμη, τη Φλωρεντία και την Πάντοβα· ασχολείται με την έρευνα και την ανάλυση, αλλά κυρίως τη στήριξη, τη σύνδεση και την οργάνωση των αγώνων που τρέχουν στην Ιταλία» (από την αυτοπαρουσίασή τους). Στο Dove sono I nostri (La casa Usher, 2014), το βιβλίο–μανιφέστο του κινήματος, μπορούν να βρεθούν πολλές θεματικές του πρωτοεργατισμού: η κεντρικότητα της ταξικής σύνθεσης, η επαναπρόταση της έρευνας ως εργαλείο συνείδησης και οργάνωσης, η σύνδεση των αγώνων εκκινώντας από τις εργατικές συλλογικότητες. Το βιβλίο, συνεπές προς την κλασσική εργατίστικη θέση,  αν και προσφέρει μια αξιόλογη ανάλυση της ιταλικής παραγωγικής δομής, δεν εκκινεί από μια ανάλυση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, των αντιφάσεών του και δεν χαράζει κάποια προοπτική, ούτε σε πολιτικό ούτε σε οργανωτικό επίπεδο (Για ποια κοινωνία αγωνιζόμαστε; Πώς θα οργανωθεί το προλεταριάτο;)     

[6] Το Noi saremo tutto είναι ένας συνασπισμός συλλογικοτήτων από διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Το βιβλίο Classe e partito, του Εμίλιο Κουαντρέλι (προσβάσιμο στο www.rifondazionegenova.org), μπορεί να θεωρηθεί η κύρια θεωρητική συνεισφορά της γενοβέζικης συλλογικότητας, Genova city strike. Οι εργατίστικες θέσεις με τις οποίες καταπιάνεται το κεφάλαιο Che cos’è il proletariato doggi, παρουσιάζονται σε μια εκδοχή που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις θέσεις του Νέγκρι των αρχών της δεκαετίας του ’70. Το επόμενο κεφάλαιο La forma organizzativa della classe subalterna αποτελεί πολεμική προς τις θέσεις της Αυτοκρατορίας του Νέγκρι, υποστηρίζοντας την εγκυρότητα της θεωρίας της αξίας. Το βιβλίο επαναπροτείνει την εργατίστικη μέθοδο της έρευνας των ηγεμονικών φιγούρων, εντοπίζοντάς τες στο μη εγγυημένο προλεταριάτο και στο «κόμμα των banlieu» (σ. 39).

[7] Στις μέρες μας η εργατίστικη ιδεολογία και η αυτοοργάνωση των αγώνων που χαρακτήριζαν την Εργατική Αυτονομία βρίσκει συνέχειες σε κάποιες ομάδες που είναι κοντά στα κατειλημμένα αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα και σε αυτόνομες συλλογικότητες εντός του χώρου της Autonomia Contropotere, γύρω από το δίκτυο www.infoaut.org.  

[8] Το κίνημα των Disobbedienti γεννήθηκε μετά τη Γένοβα το 2001 ως μετεξέλιξη των Tute Bianche και της συνεργασίας τους με διάφορες συλλογικότητες, κοινωνικά κέντρα και ένα κομμάτι της νεολαίας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Rifondazione Comunista). Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Disobbedienti αναφέρουν ως πηγές τους το κίνημα των Ζαπατίστας και τον μεταεργατισμό, ειδικότερα τις επεξεργασίες των Νέγκρι και Χαρντ, από τους οποίους άντλησαν όρους-κλειδιά όπως αυτοκρατορία, πλήθος και έξοδος. Θεωρούσαν ξεπερασμένες τις παραδοσιακές έννοιες του ιμπεριαλισμού, της τάξης και της επανάστασης. Ως προς την πρακτική τους, χαρακτηρίζονταν από την προσπάθεια να στήσουν μεγάλες καμπάνιες (πχ. για το Άρθρο 18, τον πόλεμο στο Ιράκ, το Κοινωνικό φόρουμ της Φλωρεντίας) και τις θεαματικές συγκρούσεις που, κατά τα λεγόμενά τους, ξέφευγαν από το δίπολο βία–μη βία (σ.τ.μ).

[9] Το Commonware γεννήθηκε το 2004 εντός του πρότζεκτ UniNomade. Οργανώνει σεμιναριακά εργαστήρια σχετικά με ιστορικές και επίκαιρες πτυχές του μεταεργατισμού. Από την αυτοποαρουσίαση στην ιστοσελίδα τους: «η κρίση κατατρώει υπογείως και επιταχύνει επιφανειακά, o γενικός διανοούμενος αποσυντίθενται,  το πανεπιστήμιο των κοινότοπων γνώσεων και της συνεχούς απαξίωσης αρχίζει να εγκαταλείπεται από τη διανοητική εργασία, οι πρεκάριοι δεύτερης γενιάς δεν νιώθουν να τους κλέβουν το μέλλον, γιατί ούτε που έχουν ακούσει για αυτό το μέλλον. Το Commonware επιθυμεί να ξαναθέσει όχι τις λύσεις αλλά τα ερωτήματα: πώς θα οργανωθούν ανεξάρτητα δίκτυα παραγωγής γνώσεων, αυτομόρφωσης και συνέρευνας, δηλαδή οι αυτόνομοι θεσμοί του γενικού διανοούμενου; Γιατί δεν γίνεται να κόψεις δρόμο: ο διανοούμενος είναι γενικός, ή δεν είναι τίποτα (…)».   

[10] To Global project είναι ο πολιτικός χώρος disobbediente, επικεφαλής του «Συνασπισμού των Κοινωνικών Κέντρων» που έχει ως σημείο αναφοράς το δίκτυο www.globalproject.info.  

[11] Καρλ Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2012.

[12] Σχετικά με τον διανοητικό καπιταλισμό: Y. Boutang, Leta del capitalismo cognitivo. Innovazione, proprietà e cooperazione, Βερόνα, Ombre Corte, 2002· C. Vercellone, Capitalismo cognitivo. Conoscenza e finanza nell’epoca post-fordista, Ρώμη, Manifestolibri, 2006· A. Fumagalli, Bioeconomia e capitalismo cognitivo, Ρώμη, Carocci, 2007.

[13] Στο οποίο η αναλυτική κατηγορία του ιμπεριαλισμού θεωρείται ξεπερασμένη. Hardt Michael, Negri Antonio (Toni), Αυτοκρατορία, Αθήνα, Scripta, 2002.

[14] Βλ. το άρθρο του Claudio Belloti, La rifondazione comunista alla prova del movimento, δημοσιευμένο, στο FalceMartello τ. 154 (παλιά έκδοση).

[15] Το κλείσιμο του Μάριο Τρόντι στο συνέδριο που οργάνωσε ο εκδοτικός οίκος DeriveApprodi στις 31 Γενάρη 2007 είναι προσβάσιμo στο: http://www.infoaut.org/index.php/blog/seminari/item/9091-rileggere-%E2%80%9Coperai-e-capitale%E2%80%9D-conclusioni-di-mario-tronti. Η φράση στην οποία γίνεται αναφορά είναι η ακόλουθη: «Εκεί υπάρχει κάτι σημαντικό που πάντα συμβούλευα: ο εργατισμός όντως αποτελεί μια περιορισμένη οπτική, αλλά δεν είναι μια υποτελής οπτική. Θα έλεγα ότι αποτελεί μια δυνητικά ηγεμονική οπτική, αν η ηγεμονία δεν ήταν μια  αδύναμη λέξη. Υπάρχει μια λέξη που μου μου αρέσει περισσότερο: είναι μια δυνητικά κυρίαρχη οπτική».

[16] Με τον όρο Jobs Act περιγράφεται ένα σύνολο νόμων και διαταγμάτων που αποτέλεσαν μία από τις σημαντικότερες αναδιαρθρώσεις της εργασίας και του εργατικού δικαίου που προώθησε το Δημοκρατικό Κόμμα και η κυβέρνηση Ρέντσι το 2014. Βασικό εργαλείο ήταν η κατάργηση του Άρθρου 18, που αποτέλεσε πυλώνα του εργασιακού δικαίου της Ιταλίας από το 1970 και που προστάτευε τους εργαζόμενους από παράνομες και καταχρηστικές απολύσεις. Κύριος στόχος του Jobs Act ήταν η αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας προς την κατεύθυνση της επισφάλειας και της ελαστικότητας (σ.τ.μ.). 

[17] Για εμβάθυνση στο έργο του Παντσιέρι  προτείνουμε: Panzieri Raniero, La ripresa del marxismo leninismo in Italia. Antologia degli scritti di Panzieri, επιμέλεια D. Lanzardo, Ρώμη, Sapere edizioni, 1973.

[18] Μια άποψη που εκφράστηκε μεταξύ άλλων στο G. Trotta e F. Milana (επιμ.), L’operaismo degli anni Sessanta da “Quaderni rossi” a “classe operaia”, cit.; G. Viale, Il sessantotto tra rivoluzione e restaurazione, Μιλάνο, Gabriele Mazzotta Editore, 1978· S. Mancini, Socialismo e democrazia diretta. Introduzione a Raniero Panzieri, Μπάρι, Dedalo, 1977.

[19] Για εμβάθυνση στην πολιτικής των Επαναστατικών Κομμουνιστικών Ομάδων (Gruppi Comunisti RivoluzionariGCR), του ιταλικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς και των άλλων αριστερών τάσεων στο PCI, βλέπε: C. Bellotti. Cercando la rivoluzione στο In difesa del Marxismo τ. 2. Προσβάσιμο στο http://www.marxismo.net/index.php/teoria-e-prassi/movimento-operaio-italiano/96-cercando-la-rivoluzione-cenni-sulla-storia-dell-estrema-sinistra-in-italia.

[20] Για τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956 βλέπε P. Brouè, La rivoluzione ungherese dei consigli operai: http://www.old.marxismo.net/storia-e-memoria/storia-e-memoria/storia-e-memoria/la-rivoluzione-ungherese-dei-consigli-operai.

[21] Για τις κινητοποιήσεις της δεκαετίας του ’60 και τα γεγονότα της πλατείας Στατούτο βλέπε D. Giachetti, Anni Sessanta comincia la danza. Giovani, capelloni, studenti ed estremisti negli anni della contestazione, Πίζα, Bfs, 2002· Raniero Panzieri (επιμ.) Cronache dei Quaderni Rossi, τ. 1, Σεπτέμβρης 1962, τεύχος αφιερωμένο αποκλειστικά στα γεγονότα της πλατεία Στατούτο· Grazia Cherchi, Cronaca dei fatti di Piazza Statuto attraverso la stampa, Quaderni Piacentini, τ. 4-5, Οκτώβρης 1962.

[22] Σε μια επιστολή προς τον Μπλοχ στις 21 Σεπτέμβρη 1880, έγραφε ο Ένγκελς: «Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, ήμασταν υποχρεωμένοι να τονίζουμε τη βασική αρχή που την αρνούνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος και η ευκαιρία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους παράγοντες που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση». Marx-Engels, Opere, volume 50, Ρώμη, Editori Riuniti, 1977 p. 111, [προσβάσιμο στα ελληνικά στο https://www.neaprooptiki.gr/o-engkels-ston-mploch/]. 

[23] Προσβάσιμο στο www.workerscontrol.net/system/files/docs/Sette%20tesi_0.pdf

[24] «Είχαμε εκτιμήσει ακόμα και εμείς την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν πρωταρχική. Αυτό είναι λάθος. Πρέπει να αντιστρέψουμε το πρόβλημα, αλλάζοντας τη σηματοδότησή του, ξεκινώντας από την αρχή: και η αρχή είναι η πάλη της εργατικής τάξης», απόσπασμα από το  Ο Λένιν στην Αγγλία του Μάριο Τρόντι. [Η ελληνική μετάφραση του κειμένου Ο Λένιν στην Αγγλία συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων Νέγκρι Τόνι, Παντσιέρι Ρανιέρο, Τρόντι Μάριο, Νεοκαπιταλισμός και Επαναστατικό κίνημα, Αθήνα, Εναλλακτικές εκδόσεις, 1990].

[25] Απόσπασμα από το κεφάλαιο Miseria dell’operaismo στο G. Viale, Il sessantotto tra rivoluzione e restaurazione, ο.π.

[26] Κείμενο που συμπεριλαμβάνεται στο Εργάτες και Κεφάλαιο του Μάριο Τρόντι (βλ. υποσ. 3).

[27] Σύμφωνα με τον Τρόντι στην εργατική τάξη αρκούσε μόνο να «κοιτάξει τον εαυτό της για να καταλάβει το κεφάλαιο. Έχει μόνο να πολεμήσει τον εαυτό της για να καταστρέψει τον καπιταλισμό. Πρέπει να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως πολιτική δύναμη. Πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό της ως παραγωγική δύναμη» (απόσπασμα από το Operai e Capitale, σ. 261).

[28] Από την παρουσίαση του Σέρτζιο Μπολόνια στο βιβλίο του Steve Wright, Η Έφοδος στον ουρανό.

[29] «Η αντίφαση όμως αυτού του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής συνίσταται ακριβώς στην τάση του προς την απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τους ειδικούς όρους παραγωγής, κάτω από τους οποίους κινείται το κεφάλαιο και κάτω από τους οποίους μόνο μπορεί να κινείται» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Τρίτος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1979, σ. 325-326). « (…) μόνο η μεγάλη βιομηχανία αναπτύσσει τις συγκρούσεις, που κάνουν την ανατροπή του τρόπου παραγωγής επιτακτική αναγκαιότητα. Συγκρούσεις όχι μόνο ανάμεσα σε τάξεις που έχει δημιουργήσει ο τρόπος παραγωγής, αλλά και ανάμεσα στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές ανταλλαγής που έχει δημιουργήσει» (Φρίντριχ Ένγκελς, Αντι-Ντιρινγκ, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2006).

[30] K. Marx, Lineamenti fondamentali della critica delleconomia politica, Φλωρεντία, La Nuova Italia [Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τόμος Δεύτερος, Αθήνα, Στοχαστής, 1990]. Τα οχτώ χειρόγραφα του Μαρξ που έγραψε από τον Αύγουστο του 1857 μέχρι τον Μάη του 1858, που έμειναν γνωστά ως Grundrisse. Tα Grundrisse εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη μορφή από το Ινστιτούτο Μαρξ–Ένγκελς–Λένιν στη Μόσχα το 1934 και άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ευρώπη και στη Δύση μέσα στις δεκαετίες ’60 και ’70. 

[31] K. Marx, Frammento sulle macchine, στο Quaderni rossi τ. 4 (1964) σ. 289-300, (μετάφραση σε επιμέλεια Renato Solmi) [Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο.π., σ. 538].

[32] M. Turchetto, Operaismo: ascesa, metamorfosi, eclissi, στο “Cassandra” τ. 22 (2008) σ. 18.

[33] Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο.π. σ. 538

[34] «Ο Νέγκρι δεν έχει αμφιβολίες, η προφητεία του Μαρξ έχει ήδη πραγματοποιηθεί: πλέον δεν είναι η εργασία που δημιουργεί πλούτο, αλλά η επιστήμη και η τεχνική, η γενική διάνοια που δεν βρίσκεται στο εργοστάσιο αλλά στην κοινωνία», στο M. Turchetto, ο.π., σ. 17.  

[35] Καρλ Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ο.π. σ. 535.

[36] «Στα Quaderni Rossi υπήρχαν και μη μαρξιστές: η διαμάχη ήταν αν θα ξεκινούσαμε από τον Καρλ Μαρξ ή τον Μαξ Βέμπερ, έπειτα το λύσαμε λέγοντας ότι “ξεκινάμε από τον Μαρξ Βέμπερ”, Μάριο Τρόντι, Sognando comunismo, συνέντευξη στη LUnità, 8 Δεκέμβρη 2001.

[37] M. Tronti, Sull’autonomia del politico, Milano, Feltrinelli, 1977.

[38] Λ. Τρότσκι,  Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας και τα συγχυσμένα κεφάλια των σεχταριστών, (προσβάσιμο στα ελληνικά: https://www.marxists.org/ellinika/archive/trotsky/works/1939/07/11/Ukraine.htm)

[39] Στο V. Dini, A proposito di Toni Negri. Note sull’operaio sociale, sul dominio e sul sabotaggio, στο Ombre rosse, τ. 24, 1978, σ. 5. 

[40] Ως «θερμό φθινόπωρο» χαρακτηρίζεται η περίοδος από το Σεπτέμβρη του 1969 που σημαδεύτηκε από μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις και τη σύνδεσή τους τους με το νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα που είχε ξεσπάσει από το ’68 (σ.τ.μ). 

[41] Για τον Σορέλ η έννοια της επανάστασης ήταν συνώνυμη της βίας. Σχετικά με αυτό, βλέπε το πιο γνωστό του βιβλίο, G. Sorel, Considerazioni sulla violenza, Μπάρι, Laterza, 1970 [Sorel Gorges, Σκέψεις πάνω στη βία, Αθήνα, Αναγνωστίδης, 1980]. Σύμφωνα με τον Σορέλ, το προλεταριάτο δεν έχει ανάγκη από καθοδήγηση και, μέσω της αυτοοργάνωσης, μπορεί να αποκτήσει συνείδηση του επαναστατικού του ρόλου. Θεωρεί την άμεση δράση, χωρίς καμία πολιτική μεσολάβηση, το κύριο εργαλείο της επαναστατικής δράσης.

[42] Για την εξεγερσιακή παρέκκλιση της Potere Operaio και άλλων ομάδων της άκρας αριστερά στις αρχές της δεκαετίας του ’70, βλ. G. Donato. La lotta è armata, Ρώμη, DeriveApprodi, 2013.

[43] Σχετικά με την ιστορία της Εργατικής Αυτονομίας προτείνουμε: Sergio Bianchi και Lanfranco Caminiti (επιμ.), Gli autonomi. Le storie, le lotte, le teorie. Τόμοι. 1-2-3. Ρώμη, DeriveApprodi, 2007-2008

[44] Vladimir Lenin, Tre fonti e tre parti integranti del marxismo (1913), προσβάσιμο στο https://www.marxists.org/italiano/lenin/1913/3/font-mar.htm [Βλαντιμίρ Λένιν, Oι Τρεις πηγές & Τα Tρία Συστατικά Μέρη του Μαρξισμού, προσβάσιμο στα ελληνικά στο https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/ works/1913/03/three.htm].

[45] M. Tronti, Operai e Capitale, ο.π, σ. 82.

[46] Βλ. K. Marx–F. Engels, L’Ideologia tedesca, Ρώμη, Editori Riuniti, 1958 [Καρλ ΜαρξΦρ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμος Πρώτος και Δεύτερος, Αθήνα, Gutenberg, 1997] στο οποίο αποκαλούν ειρωνικά τον Στίρνερ «Άγιο Μαξ». Αξιοσημείωτο το παρακάτω απόσπασμα: «Ο Στίρνερ θεωρεί τα διάφορα στάδια της ζωής μοναχά σαν “αυτό-αποκαλύψεις” του ατόμου, και αυτές οι “αυτό-αποκαλύψεις” ανάγονται πάντα σε μια καθορισμένη σχέση συνείδησης. Έτσι η ποικιλία της συνείδησης είναι εδώ η ζωή του ατόμου. Οι φυσικές και κοινωνικές αλλαγές που γίνονται στα άτομα, που παράγουν μια αλλαγμένη συνείδηση δεν έχουν, βέβαια, σημασία για τον Στίρνερ», σ. 108 [Καρλ Μαρξ–Φρ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμος Πρώτος, ο.π., σ. 182].

[47]Από όσα γνωρίζουμε, αν και ο Νίτσε δεν αναγνώρισε ποτέ δημόσια το χρέος του στον Στίρνερ, αναμφίβολα επηρεάστηκε από αυτόν. Σχετικά με αυτό, βλ. Bernd Laska, Nietzsches initiale Krise. Germanic Notes and Reviews, τ. 33, ν. 2, fall/Herbst 2002, σ. 109-133.  

[48] Βλ. M. Foucault La volontà di sapere, Μιλάνο, Feltrinelli, 1978 [Foucault Michel, Ιστορία της σεξουαλικότητας - 1. Η βούληση για γνώση, Αθήνα, Πλέθρον, 2011]· M. Foucault, Nascita della biopolitica (corso al Collège de France anni 1978-1979), Μιλάνο, Feltrinelli, 2005 [Foucault Michel, Η γέννηση της βιοπολιτικής (παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας 1978-1979), Αθήνα, Πλέθρον, 2012].

[49]J. Rehmann, I nietzscheani di sinistra, Deleuze, Foucault e il postmodernismo: una decostruzione, Ρώμη, Odradek edizioni, 2009.

[50]Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι πριν το ’68 το πιο επιτυχημένο βιβλίο του Φουκό, Οι λέξεις και τα πράγματα, του 1966, εξαιτίας του σκληρού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τον Μαρξ θεωρήθηκε από πολλούς ως «δεξιό» βιβλίο.  

[51]M. Tronti, La politica al tramonto, Τορίνο, Einaudi, 1998, σ. 79. 

[52]Βλ. το κείμενο του Τόνι Νέγκρι του 1973, Partito operaio contro il lavoro, στο Toni Negri, I libri del rogo, Ρώμη, DeriveApprodi, 2006.

  

[53]A. Negri, La forma Stato. Per la critica dell’economia politica della Costituzione, Μιλάνο, Feltrinelli 1977, σ. 18.

[54]Ο Νέγκρι ξεκινάει την εισήγησή του έτσι: «Μια παραδοχή, έγινα μαρξιστής με την ανάγνωση του Εργάτες και Κεφάλαιο. Πριν ήμουν απλά κομμουνιστής, με πολλές και αλλόκοτες αφετηρίες: λίγο χριστιανικές, λίγο εβραϊκές, λίγο οικογενειακές, λίγο απ’ αλλού. Άρχισα να διαβάζω Μαρξ στις αρχές της δεκαετίες του ’70, να τον διαβάζω πραγματικά, με την καθοδήγηση αυτού του βιβλίου. Επιπλέον: δεν μπορώ να διαβάσω Μαρξ εκτός του πλαισίου του Εργάτες και Κεφάλαιο· πιθανότατα είμαι λίγο σεχταριστής, και θεωρητικά, αλλά είναι γεγονός ότι δεν μπορώ να τον διαβάσω, παρά μόνο με αυτά τα γυαλιά». Προσβάσιμο στο: http://www.infoaut.org/index.php/blog/seminari/item/9092-rileggere-%E2%80%9Coperai-e-capitale%E2%80%9D-relazione-di-toni-negri .  

[55] Από την παρουσίαση του Σέρτζιο Μπολόνια του βιβλίου του Steve Wright, Η έφοδος στον ουρανό, ο.π.

[56]Αξίζει να αναφερθούν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το περιοδικό Magazzino (Γενάρης, 1979) και το ένθετο Autonomia Possibile στο τεύχος μηδέν του Metropoli (Δεκέμβρης, 1978). Στο Magazzino παρουσιάζεται μια προσέγγιση της τάξης που βασίζεται στις υπηρεσίες και στην αναδυόμενη οικονομία, «παραγωγό των πιο δυναμικών δυνάμεων της αντισυστημικής δράσης». To Autonomia possible διευκρινίζει περισσότερο τις ιδέες του Magazzino, ωθώντας τες στα άκρα. Στο κέντρο της επεξεργασίας τους βρίσκεται η έννοια της μη εργατικής εργασίας: «Η κινητήρια ιδέα με την οποία η μη εργατική εργασία συγκροτείται ως υποκειμενικότητα –γράφει ο Πιπέρνο– είναι εκείνη της προσταγής της αξίας χρήσης επί της κοινωνικής εργασίας (…) Αξία χρήσης είναι η απέχθεια για τη σταθερή θέση, ακόμα και κάτω από το σπίτι: είναι ο τρόμος του επαγγέλματος· είναι κινητικότητα: είναι φυγή από τα βλακώδη δεσμά της απόδοσης ως αντίσταση στην κίνηση του εμπορεύματος, στο να γίνεις εμπόρευμα, στο να έχεις καταληφθεί εξολοκλήρου από την κίνηση του εμπορεύματος  (…) Αξία χρήσης είναι η μελαγχολική χαρά της κλοπής χρήσιμων αντικειμένων, επιθυμητών  –είναι η άμεση σχέση με τα πράγματα, ελεύθερη από την βρόμικη διαμεσολάβηση αφού το χρήμα δεν περνάει· αλλά και νοσταλγία της δωρεάν ζωής, της πληρότητας της κατανάλωσης και της απόλαυσης ως λανθάνουσας, υλικής δυνατότητας της σύγχρονης κοινωνίας».

[57]Απόσπασμα από τη παρουσίαση του Νέγκρι του βιβλίου του Μπίφο: F. Berardi, La nefasta utopia di Potere Operaio, Μιλάνο, Castelvecchi, 1998, που δημοσιεύτηκε στο il manifesto στις 20 Μάη 1998.

[58]«Το να ξεκινήσουμε από την αρχή δεν σημαίνει ότι γυρνάμε πίσω» ήταν ο τίτλος με τον οποίο εκδόθηκαν τα πρακτικά του σεμιναρίου της Πάντοβας, που έγινε από τις 28 Ιούλη μέχρι τις 4 Αυγούστου του 1973, στο οποίο επικυρωνόταν η διάλυση της Εργατικής Εξουσίας μέσα στην Εργατική Αυτονομία.   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο