«Ταξική πάλη», μουρμούρισε το φάντασμα. [“Lotta di classe”, mormorò lo spettro.]
Του Μάουρο Βανέτι [Mauro Vanetti]*
Μία μίνι σειρά σε δύο επεισόδια

 
Όλοι έχουμε μια φίλη, έναν σύντροφο, μια ερωμένη, έναν συγγενή, μια συνάδελφο, έναν γείτονα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν αναμφίβολα αριστερός, αλλά εδώ και λίγο καιρό έχει τη μανία να διαβάζει αμφιλεγόμενα μπλογκ, να ακολουθεί σελίδες στο Facebook που μας προκαλούν αμηχανία, να τσιτάρουν πατενταρισμένους παπαρολόγους λες και πρόκειται για σημαντικούς αιρετικούς στοχαστές, να χρησιμοποιούν επιχειρήματα που θυμίζουν αυτά του Σαλβίνι, αλλά σε μια εκδοχή πιο “κομμουνιστική”». Με ξεναγό ένα φάντασμα περιπλανιόμαστε στους τόπους της ταξικής πάλης, εκεί που φαίνεται ότι κάποια «μαρξιστικά» επιχειρήματα ενάντια στη μετανάστευση, όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με τον μαρξισμό, αλλά πρόκειται για απάτες σε βάρος των εργαζομένων. Όλων των εργαζομένων: μεταναστών και ντόπιων.
Το πρωτότυπο κείμενο φιλοξενείται στο site της συγγραφικής κολεκτίβας Wu Ming, έναν ψηφιακό χώρο πολιτικής και πολιτιστικής ζύμωσης που προτείνω ανεπιφύλακτα. Ευχαριστώ πολύ τον συγγραφέα Μάουρο Βανέτι για όλη του τη βοήθεια και τους Wu Ming που μου έδωσαν την άδεια να δημοσιεύσω το κείμενο. Επίσης, ευχαριστώ τον Αχιλλέα Καλαμάρα που με έβγαλε από ένα σοβαρό μεταφραστικό δίλημμα. Last but not least, ευχαριστώ θερμά τον παλιό φίλο Μιχάλη Καλαμαρά για τη φιλολογική διόρθωση της μετάφρασης και για τις πάντα πολύτιμες παρατηρήσεις-συμβουλές. Σίγουρα, το κείμενο είναι καλύτερο μετά από αυτές.

Όλες οι σημειώσεις τέλους είναι του μεταφραστή που προφανώς φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το περιεχόμενό τους.

«Abbiamo tutti un’amica, un compagno, un amante, una parente, un vicino di casa, una collega che fino a pochi anni fa era inequivocabilmente di sinistra, ma da qualche tempo ha la mania di leggere dei blog un po’ ambigui, di seguire pagine Facebook che ci lasciano perplessi, di citare cazzari patentati come se fossero importanti pensatori controcorrente, di fare discorsi che riecheggiano quelli di Salvini ma in versione “comunista”…»
Uno spettro ci porta in volo nei luoghi della lotta di classe, dove si vede che certi discorsi “marxisti” contro l’immigrazione non solo di marxista non hanno nulla, ma sono una truffa ai danni delle lavoratrici e dei lavoratori.
Di tutti i lavoratori: immigrati e autoctoni.
Il testo originale è ospitato nel sito del collettivo Wu Ming, uno spazio virtuale di dialogo politico e culturale che consiglio vivamente. Vorrei ringraziare Mauro Vanetti per tutto il suo aiuto e il collettivo Wu Ming per avermi dato il permesso di tradurre e pubblicare il testo. Grazie anche ad Achilles Kalamaras che mi ha aiutato trovare la via d'uscita da un dilemma di traduzione. Last but not least, ringrazio Michalis Kalamaras per le correzioni della bozza e per i suoi preziosi consigli-osservazioni. Sicuramente, grazie al suo contributo, il testo è migliore.
Tutte le note sono del traduttore che, ovviamente, assume tutta la responsabilità per il loro contenuto.]




Επεισόδιο πρώτο. 

1.   Πρώτη νύχτα
Ποτέ δε βγαίνεις χαμένος από μια νυχτερινή επίσκεψη σε κεμπαμπτζίδικο...

Ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από το κεμπαμπτζίδικο που έκλεινε. Τα είχε κοπανήσει λίγο και τραγουδούσε ένα γαλλικό σκοπό.
Τρεις φοιτητές, σχεδόν αποκοιμισμένοι, και δυο-τρεις Τυνήσιοι το κοίταζαν περίεργα· οι Άραβες αναγνώρισαν τους στίχους του χαζοτράγουδου και γέλασαν.
Παρήγγειλε ένα κεμπάπ για να στανιάρει από το κρασί.
-Με καυτερό;
-Απ’ όλα, απάντησε. Φουντωτή γενειάδα και μελαμψό, σαρακήνικο δέρμα. Αφού κατέβασε λαίμαργα το μεταμεσονύκτιο γεύμα, ετοιμάστηκε να φύγει. Το μάτι του έπεσε απάνω στο όνομα της οδού και έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο: ευκαιρία να σκαρώσει ένα από εκείνα τα αστειάκια που συνήθιζε.  

Ο Ντιέγκο[i] ένιωσε ένα παγωμένο δάχτυλο να ακουμπάει το μέτωπό του και ξύπνησε απότομα, τρομοκρατημένος από μια απόκοσμη αίσθηση. Άνοιξε τα μάτια και είδε την ημιδιαφανή φιγούρα ενός γέρου να τον κοιτάζει στο σκοτάδι, με μάτια σπιρτόζικα που λαμπύριζαν κάτω από τα πυκνά φρύδια.
«Μπου!!!» είπε ήρεμα το φάντασμα, καθισμένο σταυροπόδι πλάι του στο κρεβάτι. Ο Ντιέγκο, που έτρεμε σαν το ψάρι, έπεσε ουρλιάζοντας κάτω και μαζεύτηκε σε μια γωνιά του δωματίου. «Τι διάολο» ψιθύρισε με μια φωνή που ίσα που έβγαινε, «είσαι το χριστουγεννιάτικό πνεύμα του παρελθόντος;»
«Αυτό μας έλειπε… Μοιάζω λίγο στον Άι Βασίλη, αλλά καμία σχέση: αν θα έπρεπε να διαλέξω μια γιορτή, θα ήμουν το πνεύμα της Πρωτομαγιάς. Για να τελειώνουμε πάντως, είμαι το φάντασμα του Καρλ Μαρξ».
«Δάσκαλε!» φώναξε ο Ντιέγκο προσκυνώντας γονατιστός στα πόδια του εκτοπλάσματος.
«Τι δάσκαλος και αηδίες. Εσύ είσαι τελείως ζώον. Ήρθα μπας και σε ξεστραβώσω. Γύρνα στο κρεβάτι, απογειωνόμαστε».
Ο Ντιέγκο υπάκουσε χωρίς πολλά-πολλά, ακόμα σαστισμένος από την υπερφυσική τροπή των γεγονότων. Το στοιχειό στάθηκε όρθιο και με αποφασιστικότητα πήρε τον έλεγχο, ρίχνοντας σαρκαστικά κλεφτές ματιές στο πιτζαμάκι, χρώματος παστέλ, του συνεπιβάτη: με ένα χτύπημα των δαχτύλων του Μαρξ, το δωμάτιο και το σπίτι ολάκαιρο εξαφανίστηκαν, αφήνοντας το κρεβάτι να αιωρείται ανάμεσα στα άστρα. Ξεκίνησε μια απίστευτη πτήση στο χώρο και στο χρόνο, στο τέλος της οποίας, εκατό μέτρα κάτω τους, είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει πάνω από τον κάμπο της Πούλιας.
Ναρντό. Συνέλευση Aφρικανών εργατών γης.

«Είμαστε στο 2011, είναι Αύγουστος και βρισκόμαστε στο Ναρντό, επαρχία του Λέτσε» είπε ο Μαρξ. «Κοίτα τι παίζει σε αυτή τη φάρμα». Δεκάδες Αφρικανοί είχαν μαζευτεί στην είσοδο ενός χαμηλού ορθογώνιου κτιρίου, με ροζ-γκρι, ξεφτισμένους από τον ήλιο και ξεφλουδισμένους σοβάδες και επίπεδη στέγη, σα μεξικανικό pueblo. Είχαν στηθεί εκεί γύρω κάποια αντίσκηνα όπως-όπως και ένα πανό είχε κρεμαστεί στην πρόσοψη. Κάποιοι Αφρικανοί σκότωναν την ώρα τους σουλατσάροντας, άλλοι συζητούσαν έντονα· σχεδόν όλοι, παρατήρησε ο Ντιέγκο καθώς το ιπτάμενο κρεβάτι κόντευε να προσγειωθεί στα κλαδιά μιας τεράστιας κουκουναριάς, χαμογελούσαν ικανοποιημένοι.
«Ζήτουλες πρόσφυγες;» ρώτησε ο Ντιέγκο γουρλώνοντας τα μάτια. «Όχι» λέει ο Μαρξ τραβώντας τον νεαρό από το αυτί, «εργάτες γης σε απεργία».
Ένας Ιταλός με μια ντουντούκα ανακοίνωσε ότι ήταν η τρίτη συνεχόμενη μέρα μπλοκαρίσματος της συγκομιδής ντομάτας και εξέφρασε την  αλληλεγγύη του προς τον επικεφαλής της κινητοποίησης, έναν φοιτητή από το Καμερούν, που είχε δεχτεί μαφιόζικες απειλές από τους επιστάτες. Μετά πήρε τον λόγο ένας Γκανέζος που εξήγησε τα αιτήματα: επιπλέον αμοιβή αν οι ντομάτες χωρίζονται κατά μέγεθος, όχι στη μαύρη εργασία, υγειονομικούς ελέγχους και ελέγχους ασφαλείας στα χωράφια, απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων, με τη συμμετοχή συνδικάτων και γραφείων εύρεσης εργασίας αλλά χωρίς την παρουσία επιστατών. Ένας άλλος ζήτησε τον λόγο και εξήγησε σε σπαστά ιταλικά ότι κάτι πρέπει να γίνει εναντίον της μάστιγας που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες εργάτες γης: οι επιστάτες παρακρατούν τα χαρτιά τους ως μέσο εκβιασμού, επιτρέποντάς τους να κρατήσουν μόνο φωτοτυπίες· χωρίς χαρτιά και με αυτό το χρώμα δέρματος ρισκάρεις, ανά πάσα στιγμή, να έχεις τραβήγματα με την αστυνομία· προστίθεται και αυτό στα αιτήματα της κινητοποίησης.
«Ταξική πάλη» μουρμούρισε το φάντασμα, μαγεμένο.


2.   Οι διάφοροι Ντιέγκο.

"Μα τι στον π...!?" Ο Μαρξ διαβάζει Φουσάρο.
Όλοι έχουμε μια φίλη, έναν σύντροφο, μια ερωμένη, έναν συγγενή, μια συνάδελφο, έναν γείτονα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν αναμφίβολα αριστερός, αλλά εδώ και λίγο καιρό έχει τη μανία να διαβάζει αμφιλεγόμενα μπλογκ, να ακολουθεί σελίδες στο Facebook που μας αφήνουν λίγο μπερδεμένους, να τσιτάρουν πατενταρισμένους παπαρολόγους λες και πρόκειται για σημαντικούς αιρετικούς στοχαστές, να χρησιμοποιούν επιχειρήματα που θυμίζουν αυτά του Σαλβίνι, αλλά σε μια εκδοχή πιο “κομμουνιστική”. Καμιά φορά είμαστε εμείς οι ίδιοι. Το θέμα πάνω στο οποίο χάνεται, συνήθως, η μπάλα είναι πάντα το ίδιο: η μετανάστευση.
Ας αναλύσουμε τώρα μια τυπική συζήτηση με αυτόν τον γνωστό μας, που για ευκολία από τώρα και στο εξής θα αποκαλούμε Ντιέγκο. Μπορεί, καταρχήν, ο Ντιέγκο να μας διαβεβαιώνει ότι δεν είναι καθόλου ρατσιστής  και ότι μισεί τους φασίστες και τη Λίγκα·[ii] μπορεί, επίσης, για να υπερτονίσει το συντροφικό του πεντιγκρί, να μας τραγουδήσει τους Νεκρούς του Ρέτζιο Εμίλια[iii] χωρίς να ξεχάσει ούτε ένα επίθετο και να μας παραθέσει όλες τις φορές που ψήφισε το ίδιο μ’ εμάς ή που πήγε σε ένα κοινωνικό κέντρο μαζί μας ή που συμμετείχε σε πορείες στο πλάι μας. Ένα είναι σίγουρο: δεν έγινε φασίστας.
Παρ’ όλα αυτά, αντιλήφθηκε ότι η δεξιά εδραιώνεται στον κόσμο «εξαιτίας μας». Το λέει ακριβώς έτσι, με έμφαση: «μας»· ήταν χωμένος μέχρι τον λαιμό κι αυτός μέχρι λίγο καιρό πριν. Βέβαια, μας εξηγεί, η αριστερά κατέληξε να αντιδρά στην ξενοφοβία με θέσεις «ευαισθητούλικες» και «no border», που είναι οι θέσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Τα αφεντικά, σύμφωνα με τον Ντιέγκο, έχουν ανάγκη από φτηνά ξένα εργατικά χέρια και γι’ αυτό ευνοούν τη μετανάστευση.
Κάπου εδώ ξεκινά ο καβγάς και κάποια στιγμή ο Ντιέγκο προσπαθεί να μας βουλώσει, τραβώντας τον άσσο από το μανίκι: «Και ο Καρλ Μαρξ» λέει ο Ντιέγκο «εξηγούσε ότι οι μετανάστες είναι εφεδρικός βιομηχανικός στρατός!».
Σύμφωνα με τον Ντιέγκο, εφεδρικός βιομηχανικός στρατός είναι οι ξεριζωμένοι από τον τόπο τους εργαζόμενοι που είναι διαθέσιμοι για όλα, που τους χρησιμοποιούν τα αφεντικά για να κρατήσουν χαμηλά τα μεροκάματα. Αν η συζήτηση διεξάγεται online, ο Ντιέγκο θα μας στείλει το λινκ ενός περίεργου μπλογκ που παρακολουθεί τελευταία, όπου αναφέρονται αποσπάσματα από τον Μαρξ που, σύμφωνα με τον Ντιέγκο, αποδεικνύουν ότι το να τα βάζεις με τους μετανάστες χρησιμεύει στην υπεράσπιση του προλεταριάτου. Αν είμαστε offline, και πάλι θα μας το στείλει για να το διαβάσουμε αργότερα. Οι διάφοροι Ντιέγκο επιθυμούν διακαώς να μοιράζονται με άλλους τα κείμενα που τους ξεστράβωσαν και τους έκαναν τα ξεπεράσουν τους κοινούς «φιλομεταναστευτικούς» τόπους της radical-chic παγκοσμιοποιημένης αριστεράς.

Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με την αποδόμηση δύο λανθασμένων πεποιθήσεων: ότι «οι αληθινοί μαρξιστές του παλιού καλού καιρού» δικαιολογούσαν την εχθρότητα προς τους μετανάστες και ότι οι πολιτικές εναντίον της μετανάστευσης ευνοούν την ταξική πάλη.
Ήδη ορθώνεται μια ένσταση: «μα πρόκειται για περιθωριακές απόψεις, ένα μάτσο ανίδεοι προβοκάτορες· κανείς δε θα χρησιμοποιούσε τον Μαρξ για να υποστηρίξει τον Σαλβίνι!».
Δυστυχώς, δεν είναι αλήθεια. Ορίστε πώς ξεκινάει η διακήρυξη με την οποία ο Σαλβίνι έβαλε υποψηφιότητα για την ηγεσία της Λίγκας, την άνοιξη του 2017:

«…η χαμηλού κόστους εργασία που προέρχεται από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση εφοδιάζει “τον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό”». 
Πρόκειται για πλαστογραφημένο παράθεμα από το Κεφάλαιο του Μαρξ.

3.   Ο Μαρξ και ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτόν τον ευλογημένο εφεδρικό βιομηχανικό στρατό. Ο Καρλ Μαρξ μιλάει για αυτόν αναλυτικά στο 23ο κεφάλαιο του Έβδομου Μέρους του πρώτου βιβλίου του Κεφαλαίου.[iv] Ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός είναι οι άνεργοι.
Στον καιρό του Μαρξ ήταν διαδεδομένες απλοϊκές πεποιθήσεις σύμφωνα με τις οποίες η ανεργία οφείλονταν στο γεγονός ότι οι εργάτες έκαναν πολλά παιδιά· η πιο γνωστή και κυνική έκφραση αυτής της θεωρίας είναι η θεωρία του Μάλθους, για τον οποίο η φτώχεια ήταν μια φυσική συνέπεια της υπερβολικής γεννητικότητας των λαϊκών στρωμάτων. Οι σημερινοί μαλθουσιανοί, σαν τον φίλο μας τον Ντιέγκο, βρήκαν μια νέα εξήγηση, ακόμα πιο κουτοπόνηρη: η φτώχεια στην Ευρώπη είναι συνέπεια της υπερβολικής γεννητικότητας των αφρικανών.
Ο Μαρξ, όμως, εισάγει μια ιδέα πιο εκλεπτυσμένη: η ίδια η ανάπτυξη του κεφαλαίου, στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, δημιουργεί αυτόματα έναν σχετικό υπερπληθυσμό, έτσι ώστε μια δεδομένη ποσότητας της εργατικής δύναμης να είναι διαθέσιμη να απασχοληθεί στην παραγωγή, αλλά να κρατείται εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Αυτός ο σχετικός υπερπληθυσμός, δηλαδή οι άνεργοι (και οι άεργοι), τείνει να σχηματίζει ένα είδος «εφεδρείας» του «στρατού» των προλετάριων που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις. Όπως η εφεδρεία ενός πραγματικού στρατού, μπορεί να μετακινηθεί όπου χρειαστεί· και αυτή η ανάγκη παρουσιάζεται περιοδικά γιατί ο καπιταλισμός έχει μια κυκλική εξέλιξη (επέκταση-κρίση-ανάκαμψη) και γιατί από τη φύση του συνεχώς επαναστατικοποιεί τις μεθόδους παραγωγής του και μετακινεί εργατική δύναμη προς διάφορους τομείς παραγωγής ή προς νέους τομείς που εφευρίσκει. Αν ο καπιταλισμός περίμενε να γεννηθούν καινούργιοι εργάτες και να φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία προς εργασία κάθε φορά που είχε ανάγκη από νεοσύλλεκτους, θα πήγαινε κατά διαόλου: πρέπει να μπορεί να τους βρει αμέσως, όπως επίσης, πρέπει να ξεφορτώνεται τους επιπλέον μισθωτούς όταν δεν τους χρειάζεται.
Η ιδέα του Μαρξ ότι στον καπιταλισμό υπάρχει μια φυσιολογική ανεργία που δεν έχει να κάνει με τις δημογραφικές εξελίξεις, έχει γίνει στο μεταξύ mainstream· ακόμα και οι αστοί οικονομολόγοι μιλάνε για φυσική και κυκλική ανεργία.   
 
Σύμφωνα με τον  Μαρξ, ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός έχει τρεις μορφές: τη ρευστή, τη στάσιμη και τη λανθάνουσα:
• Ο ρευστός υπερπληθυσμός είναι οι απολυμένοι: πεταμένοι από την παραγωγή, προσπαθούν να ξαναμπούν απ’ αλλού· καμιά φορά, λέει ο Μαρξ, μεταναστεύουν. Στον καιρό του Μαρξ η νεανική ανεργία δεν αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα· για αυτό και αναφερόταν κυρίως σε ενήλικους εργαζόμενους που τους αντικαθιστούσαν νεότεροι ή ακόμα και παιδιά· σήμερα, όμως, βάζουμε σε αυτήν την υποκατηγορία και πολλούς νέους που δεν έχουν ενταχθεί στο εργατικό δυναμικό (αυτούς που ακόμα δεν έχουν εργαστεί για πρώτη φορά).
• Ο στάσιμος υπερπληθυσμός είναι οι ελαστικά εργαζόμενοι [πρεκαριάτο]: κι όμως, αντίθετα με την άποψη που κυριαρχεί, το πρεκαριάτο υπήρχε από τους καιρούς του Μαρξ και του Ένγκελς. Από το πρεκαριάτο που απασχολείται ευκαιριακά και μερικά, το κεφάλαιο αντλεί καινούργιους full-time εργαζόμενους, όταν χρειάζεται να αυξήσει την εργατική δύναμη που απασχολεί.
• Ο λανθάνων υπερπληθυσμός αποτελείται από τους προς αστικοποίηση αγροτικούς πληθυσμούς. Πολλοί μετανάστες από τις ελάχιστα βιομηχανοποιημένες χώρες αποτελούν τμήμα αυτής της υποκατηγορίας· το μεγαλύτερο μέρος των ξένων στην Ιταλία όμως προέρχεται, πιθανώς, από κάποια πόλη.
Όπως φαίνεται, εκτός από τον λανθάνοντα υπερπληθυσμό, που έχει σχεδόν εξαντληθεί στον Δυτικό Κόσμο, οι υπόλοιπες κατηγορίες δεν απαιτούν από το κεφάλαιο να απευθυνθεί σε εξωτερικές πηγές προκειμένου να τροφοδοτηθεί ο στρατός των ανέργων: του αρκεί να δημιουργεί διαχωρισμούς όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες εντός της ήδη διαθέσιμης εργατικής τάξης. Η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού αποδεικνύεται περίτρανα από την εξέλιξη της ανεργίας στην Ιταλία κατά τον τελευταίο αιώνα: υπήρχε και πριν τα πρόσφατα μεταναστευτικά κύματα και δε μεταβλήθηκε ανάλογα με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εργατικών χεριών.
Ένα ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νότος: αν και πάρα πολλοί άνθρωποι μεταναστεύουν από τη Νότια Ιταλία, το γεγονός αυτό δεν έχει προκαλέσει έλλειψη εργαζομένων· αντίθετα, η ανεργία είναι πιο υψηλή στις ζώνες από όπου μεταναστεύει ο περισσότερος κόσμος. Ακόμα και ο Ντιέγκο μπορεί να καταλάβει ότι αν πιστεύουμε ότι οι μετανάστες γεννούν την ανεργία, θα έπρεπε να πιστέψουμε και ότι η μετανάστευση τονώνει την απασχόληση στις χώρες καταγωγής τους: αλλά αυτό δεν συμβαίνει.
Πώς επηρεάζουν οι άνεργοι τους μισθούς, σύμφωνα με τον Μαρξ (και σύμφωνα με τον οποιονδήποτε); Τους συμπιέζουν. Προφανώς, ο ανταγωνισμός μεταξύ προλετάριων χαμηλώνει το κόστος της εργασίας. Αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού για τα αφεντικά και η κύρια παγίδα για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Αν δεν υπήρχαν άλλοι παράγοντες να εξισορροπούν αυτήν την τάση (και ευτυχώς που υπάρχουν!), η ύπαρξη μια φυσιολογικής ανεργίας θα συμπίεζε τους μισθούς ώστε να σταθεροποιούνται πάντα στο επίπεδο της επιβίωσης.
Όπως φαίνεται, ο Μαρξ δεν πίστευε ότι ο καπιταλισμός είχε ανάγκη την Αφρική για την εκμετάλλευση των Ευρωπαίων εργαζομένων: αρκούσαν οι εσωτερικές δυναμικές του. Αλλά ο Μαρξ δεν ήταν ούτε φαταλιστής: πίστευε ότι μπορούσαν να αντιπαλευτούν οι τάσεις του κεφαλαίου που μετέτρεπαν τους προλετάριους σε εξαθλιωμένους που ίσα-ίσα επιβίωναν· το πίστευε τόσο έντονα που αφιέρωσε όλη του τη ζωή σε αυτόν τον σκοπό.
Τι πρότεινε να κάνουμε ο Μαρξ με τον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό; Σίγουρα όχι να του κηρύξουμε τον πόλεμο. Πρότεινε, για σκεφτείτε το, να τους ενσωματώσουμε στους αγώνες της εργατικής τάξης και αν είναι δυνατόν να τους κάνουμε να απορροφηθούν στην ίδια την τάξη: για παράδειγμα, μειώνοντας τον χρόνο εργασίας για να μοιραστούν οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας σε όλους· μειώνοντας, επομένως, την ανεργία  και τη δυνατότητα της εργαλειακής της χρήσης από τα αφεντικά. Για παράδειγμα, ενοποιώντας τις συνθήκες του στάσιμου υπερπληθυσμού με αυτές όλων των άλλων, εμποδίζοντας τις εταιρείες να χρησιμοποιούν ελαστική εργασία.
Δε θα βρείτε εκκλήσεις του Μαρξ και του Ένγκελς για διακοπή της διαδικασίας αστικοποίησης των αγροτών, για τον κτηνώδη και πλιατσικολόγικο χαρακτήρα της οποίας είχαν μιλήσει επανειλημμένως· αλλά, αν μη τι άλλο, θα διακρίνετε θετικούς τόνους για τις προοδευτικές συνέπειες αυτών των μεταναστεύσεων των εκμεταλλευόμενων. Ορίστε πως περιγράφουν τη δράση της αστικής τάξης υπό αυτή την έννοια:
«Δημιούργησε τεράστιες πόλεις, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τον αστικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον πληθυσμό της υπαίθρου, αποσπώντας έτσι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής».[v] 
4.   Δεύτερη νύχτα

Ο Ντιέγκο είχε αϋπνίες. Μήπως όσα συνέβησαν την προηγούμενη νύχτα ήταν απλώς ένα κακό όνειρο; Τι άποψη θα είχε ο Χέγκελ; «Ίσως θα αναζητούσε τη φαινομενολογία του πνεύματος!!! Χα χα χα!» Όχι, δεν είναι για γέλια. Ακόμα και η αίσθηση του χιούμορ του είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα.
Κι αν είχε δίκιο το φάντασμα του Μαρξ; Κατά βάθος, τα βιβλία από τα οποία αντλούσε τσιτάτα ο Ντιέγκο δεν τα είχε διαβάσει και με φιλολογική σχολαστικότητα. Έτσι κι αλλιώς, στον 21ο αιώνα, στην Ιταλία, ποιος διαβάζει στ’ αλήθεια Μαρξ; Τον ανέφερε από σεβασμό. Το ζουμί της υπόθεσης ήταν να λάβουμε τα μέτρα μας ενάντια στον φιλομεταναστευτικό κοσμοπολιτισμό.

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
«Εμπρός, ξαναφεύγουμε! Hurry up!» φώναξε χαρούμενα το γενειοφόρο φάντασμα, εισβάλλοντας στο δωμάτιο.
«Αλίμονο! Και πού θα πάμε;» ρώτησε τρομαγμένος ο νεαρός, που, για να μην παγώσει ακόμα μια νύχτα με την πυτζάμα, φορούσε ήδη τα παπούτσια και το παλτό.
«Σήμερα τραβάμε προς Εμίλια. Έχω κάνα δυο ιστορίες να σου διηγηθώ». Ο Ντιέγκο έκανε χώρο στο κρεβάτι για να χωρέσει ο αναστημένος, ξακουστός φιλόσοφος, οικονομολόγος και επαναστάτης αγωνιστής, ο Γερμανός Καρλ Μαρξ. Ο τελευταίος πλατάγισε τη γλώσσα του: «Τς τς τς… Ε όχι και να πάμε πάλι με αυτό το σαράβαλο: έφερα το τζετ μου, σάλτα».
«Τζετ!!!» φώναξε έκπληκτος και ανήσυχος ο Ντιέγκο, ενώ το μυστηριώδες κατακόκκινο αεροσκάφος προσγειωνόταν χωρίς πιλότο  στον παρακάτω δρόμο, τρομάζοντας έναν αλανιάρη γάτο.
«Σε προειδοποιώ» είπε ο Μαρξ μετά από λίγα λεπτά ταξιδιού, «σχεδόν φτάσαμε και αυτό που θα δεις δε θα σου αρέσει καθόλου. Βγάλε το σκασμό και κοίτα να μαθαίνεις».

Το αεροσκάφος προσγειώθηκε μέσα σε ένα χωράφι. Ήταν νύχτα. Από μια κοντινή εγκατάσταση ακούγονταν έντονες φωνές και θόρυβος κινητήρων· από την άλλη πλευρά, μια μακριά γέφυρα κυριαρχούσε στον ορίζοντα. Οι δύο ανθρωπόμορφες φιγούρες περπατούσαν γρήγορα στο σκοτάδι· ο ηλικιωμένος προπορευόταν και με το που έφτασαν κοντά στα κάγκελα του εργοστασίου έκανε νόημα στον άλλο να κάνει ησυχία και να παρατηρήσει.
Υπήρχαν διάφορες είσοδοι για φορτηγά, τις οποίες φύλαγαν κάποιες δεκάδες φτωχικά ντυμένοι άνθρωποι. Από τη γλώσσα που συνεννοούνταν, φαίνονταν στην πλειοψηφία τους για Άραβες. Έμοιαζαν αρκετά ήρεμοι, αλλά σε επιφυλακή. Κάποιοι ανέμιζαν κόκκινες σημαίες στη μούρη κάποιων λευκών φορτηγών που στέκονταν αποκλεισμένα στη μέση του δρόμου. Στα πλαϊνά των μηχανοκίνητων τεράτων, τρία γράμματα: «GLS». Ένας νεαρός είχε βάλει μια ντουντούκα να βαράει σα σειρήνα και την άφησε να ουρλιάζει όλη νύχτα. Υπήρχαν και κάποια περιπολικά.
Ένα φορτηγό ήταν αραγμένο σε μια γωνία της περίφραξης της αποθήκης. Kάποια στιγμή, ξεκίνησε απότομα, στρίβοντας δεξιά για να σπάσει το μπλόκο. Εκείνη τη στιγμή σχεδόν δεν υπήρχε μπλόκο, οι απεργοί είχαν διαλυθεί και είχε παραμείνει μέσα στη μέση του δρόμου ένας φαλακρός άντρας γύρω στα πενήντα, με καπελάκι του συνδικάτου και καλοκάγαθο πρόσωπο.
Ο άντρας είδε το φορτηγό, ανησύχησε και έτρεξε κατά πάνω του με τα χέρια ψηλά. Ο οδηγός δεν κώλωσε και τράβηξε μπρος· ίσως ήταν σίγουρος ότι ο φορτοεκφορτωτής θα έκανε στην άκρη· ίσως ήταν εκνευρισμένος από το μπλόκο και από το ότι αναγκάστηκε να υπομείνει, αυτός, ένας Ιταλός, τα καπρίτσια αυτών των βορειοαφρικανών· ίσως τον υποκίνησαν οι ανώτεροί του να κάνει χρήση βίας. Το γεγονός είναι ότι το φορτηγό χτύπησε μετωπικά τον φορτοεκφορτωτή, τον πέταξε βίαια κάτω και μόνο μετά από αυτό φρέναρε.
Οι σύντροφοι του χτυπημένου έτρεξαν αμέσως, φωνάζοντας απεγνωσμένοι και έξαλλοι. Ενώ κάποιοι μαζεύονταν γύρω από το πεσμένο κορμί, ψάχνοντας να δουν τι θα κάνουν, καλώντας σε βοήθεια, άλλοι ήθελαν να αρπάξουν τον οδηγό και να τον λιντσάρουν. Παρενέβη η αστυνομία για να τους σταματήσει· από την αποθήκη βγήκε ένας άντρας με λευκό πουκάμισο, ένα στέλεχος της εταιρείας, για να δει τι τρέχει.
Ο Ντιέγκο είχε χλομιάσει.
«Ας την κάνουμε» είπε το φάντασμα σκυθρωπό. «Αυτός ο Αιγύπτιος ήταν μέλος του συνδικάτου. Θα πεθάνει. Ονομάζονταν Αμπντ Ελ Σαλάμ Άχμετ Ελ Ντανφ» εξήγησε ενώ το κόκκινο αεροπλάνο απογειωνόταν και πάλι, αόρατο για τους φορτοεκφορτωτές που κλαίγαν τον σύντροφό τους.
O Αμπντ Ελ Σαλάμ ζει στους αγώνες για τα διακαιώματα όλων.

 Ο Μαρξ πιλοτάριζε. Ο Ντιέγκο έβλεπε να κυλούν γρήγορα από κάτω του οι κάμποι της Εμίλια, ο αυτοκινητόδρομος, τα εργοστάσια, ο αλλόκοτος σταθμός των τρένων υψηλής ταχύτητας μέσα στο πουθενά και, επίσης παντού, η μία μετά την άλλη, άθλιες τετράγωνες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Το πνεύμα του γέρου έστρεψε προς τα μπρος το χειριστήριο και το αεροπλάνο κατέβηκε σχεδόν στο επίπεδο της γης, επιβραδύνοντας.
«Προσγειωνόμαστε;»
«Όχι, αρκετά για σήμερα, θέλω μονάχα να σου δείξω ένα μπλόκο. Να το!» Ένα αντίσκηνο γεμάτο κόκκινες σημαίες βρισκόταν λίγα βήματα μακριά από την περίφραξη μιας ακόμα εγκατάστασης. Αυτή η εγκατάσταση έμοιαζε πολύ μοντέρνα: μεταλλικές, λευκές, οριζόντιες προεξοχές σε όλες τις προσόψεις, φιμέ τζάμια, λες και ήταν χημικό εργαστήρι· κι όμως, εδώ επεξεργάζονταν χοιρινό κρέας. Από το κεντρικό κτίριο έμοιαζε να αναδύεται ένα άλλο παραλληλεπίπεδο, ένα είδος χαμηλού πύργου με τριγωνική βάση που ακουμπούσε στην πρόσοψη. Στην κορυφή του πυργίσκου, η επιγραφή: «CASTELFRIGO».
Εμπρός στο αντίσκηνο, γύρω από έναν ντενεκέ με φωτιά, είναι μαζεμένα  τα κουρασμένα αλλά χαρούμενα πρόσωπα μερικών ξένων: ένας ανατολικοευρωπαίος, ένας Αφρικανός, δύο Κινέζοι. Το τζετ πέρασε από πάνω τους και συνέχισε την πορεία του. «Μήνες απεργίας διαρκείας, συμπεριλαμβανομένης και της απεργίας πείνας, για νέες συμβάσεις των εργατών που δουλεύουν για ψευτοσυνεταιρισμούς και για να δοθεί ένα τέλος στις καταχρηστικές πρακτικές των συντεχνιών των φορτοεκφορτωτών που κάνουν τον μεσάζοντα των εργαζομένων στο τμήμα κρεάτων. Οργανωμένη απεργοσπασία από την CISL[vi], καταστολή από την αστυνομία, λοβιτούρες κάθε είδους από τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές. Και τώρα σε ερωτώ: σου μοιάζουν αυτοί για “ξεριζωμένοι σκλάβοι” πρόθυμοι να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης;». Ο Ντιέγκο διστακτικά: «Ξεριζωμένοι είναι…». «Ξαναριζώνουν μόνοι τους…» απάντησε το φάντασμα, και του ρίχνει μια φάπα, «…Παπάρα!».            
 
"Όχι Σκλάβοι!" Κινητοποίηση στην Castelfrigo.

5.   Ο Μαρξ και η «επιλεκτική ευαισθησία»
Ο Καρλ Μαρξ έζησε πολλά χρόνια στην Αγγλία, όπως και ο Ένγκελς. Εκείνον τον καιρό στην Αγγλία υπήρχε και ο παραδοσιακός ρατσισμός εναντίον των Ασιατών και των Αφρικανών, και η γενικευμένη ξενοφοβία εναντίον άλλων ευρωπαϊκών λαών· συγκεκριμένα, το μέρος από το οποίο προέρχονταν οι πιο πολλοί μετανάστες ήταν η Ιρλανδία, που εκείνη την εποχή άνηκε ακόμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν αρκετά σχετικά με αυτό το θέμα, επισημαίνοντας τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι Ιρλανδοί εργαζόμενοι και το πόσο ευνοούσαν τις εθνικές και κοινωνικές συγκρούσεις οι χαώδεις διαφορές που χώριζαν τους Ιρλανδούς, στην μεγάλη τους πλειοψηφία πρώην εργάτες γης και αγρότες που προέρχονταν από πάμπτωχες περιοχές, από την αγγλική εργατική τάξη που είχε εγκλιματιστεί αρκετά στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Δεν έλειψαν οι κριτικές και προς την πολιτική ηγεσία του ιρλανδικού εθνικισμού. Ο Ντιέγκο μας λέει ότι οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού δεν ήταν «ευαισθητούληδες». Θα ήμασταν υποχρεωμένοι να του δώσουμε δίκιο αν βρίσκαμε ανάμεσα στα γραπτά του Μαρξ κάτι τέτοιο:
«Και τώρα το πιο σημαντικό! Όλα τα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα της Αγγλίας διαθέτουν σήμερα μια εργατική τάξη που είναι διαχωρισμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους Άγγλους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη ως έναν ανταγωνιστή, ο οποίος συμπιέζει προς τα κάτω το επίπεδο ζωής.
»Ο Άγγλος προλετάριος νιώθει απέναντι στον Ιρλανδό ότι αποτελεί μέρος ενός καταπιεσμένου έθνους, που δέχεται μια εισβολή· οι ξένοι εισβολείς μετατρέπονται σε όργανα των Άγγλων αριστοκρατών και καπιταλιστών, που παγιώνουν την κυριαρχία τους. Ο Άγγλος εργάτης δικαιολογημένα υπερασπίζεται τις θρησκευτικές, κοινωνικές και εθνικές του παραδόσεις εναντίον των Ιρλανδών. Συμπεριφέρεται όπως οι Ινδιάνοι της Αμερικής, που προσπαθούσαν να αμυνθούν απέναντι στην εισβολή, μπας και δεν καταλήξει σε προστατευόμενες περιοχές: μπορείς να τον κατακρίνεις;
»Αυτός ο ανταγωνισμός αμβλύνεται τεχνητά και περιορίζεται από τον παγκοσμιοποιημένο Τύπο, τα ανεκτικά κηρύγματα των παπάδων, τη σάτιρα της αριστεράς που διαχέει αλληλέγγυα συναισθήματα και οίκτο προς τους φτωχούς Ιρλανδούς, γενικά, με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι κυρίαρχες τάξεις και οι ανόητοι υπηρέτες τους. Η επιλεκτική ευαισθησία είναι το μυστικό της αδυναμίας της αγγλικής εργατικής τάξης, παρά την οργάνωσής της. Αυτό είναι το μυστικό της διατήρησης της εξουσίας της καπιταλιστικής τάξης. Και η τάξη των καπιταλιστών το ξέρει πολύ καλά αυτό…»
Πού το έγραψε αυτό ο Μαρξ; Σε κανένα γαμημένο μέρος. Το πρώτο κομμάτι της παραγράφου είναι δικό του αλλά το υπόλοιπο το επινόησα εγώ. Αυτός δεν είναι ο Μαρξ: είναι ο φανταστικός Μαρξ του Ντιέγκο. Ας διαβάσουμε τι έγραψε στην πραγματικότητα ο Μαρξ, στην επιστολή στον Ζίγκφριντ Μάγερ και τον Άουγκουστ Βογκτ, στις 9 Απρίλη 1870:
Άλλα παραδείγματα εδώ.
«Και τώρα το πιο σημαντικό! Όλα τα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα της Αγγλίας διαθέτουν σήμερα μια εργατική τάξη που είναι χωρισμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους Άγγλους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη ως έναν ανταγωνιστή, ο οποίος συμπιέζει προς τα κάτω το επίπεδο ζωής. Αισθάνεται απέναντί του ως μέλος του κυρίαρχου έθνους και έτσι μεταμορφώνεται σε εργαλείο των αριστοκρατών και των καπιταλιστών εναντίον της Ιρλανδίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύει τη δική τους κυριαρχία πάνω σ’ αυτόν τον ίδιο. Ο Άγγλος εργάτης υιοθετεί τις θρησκευτικές, κοινωνικές και εθνικές προκαταλήψεις απέναντι στον Ιρλανδό εργάτη. Του συμπεριφέρεται όπως περίπου οι φτωχοί λευκοί στους νέγρους των πρώην δουλοκτητικών πολιτειών των ΗΠΑ. Και ο Ιρλανδός απαντά με το ίδιο νόμισμα και μάλιστα με τόκο. Θεωρεί τον Άγγλο εργάτη συνυπεύθυνο και ηλίθιο εργαλείο της αγγλικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία.
»Αυτός ο ανταγωνισμός διατηρείται τεχνητά και ενισχύεται από τον Τύπο, τον άμβωνα και τα σατιρικά περιοδικά, δηλαδή από όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι κυρίαρχες τάξεις. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό κρύβεται το μυστικό της αδυναμίας της αγγλικής εργατικής τάξης παρά την οργάνωσή της. Χάρη σε αυτό το μυστικό η τάξη των καπιταλιστών διατηρεί την εξουσία. Και έχει απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό».[vii]

Τι διαβάσαμε μόλις; Αυτό που φαίνεται. Ο Μαρξ είχε αντίληψη της πραγματικότητας και ήξερε πολύ καλά ότι οι Άγγλοι και οι Ιρλανδοί εργάτες δεν αγαπιόντουσαν και πάρα πολύ. Όταν στο Μανιφέστο γράφει ότι «οι εργάτες δεν έχουνε πατρίδα»,[viii] περιγράφει την κατάσταση που αντικειμενικά θα είχε νόημα για αυτούς και προς τη οποία ωθούνται από την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας· φυσικά, όμως, ξέρει ότι είναι ακόμα ποτισμένοι από εθνικές, θρησκευτικές και άλλες προκαταλήψεις. Σύμφωνα με τον Μαρξ, παρ΄όλα αυτά, αυτό το τυπικό λαϊκό συναίσθημα της εχθρότητας προς προλετάριους άλλων εθνικοτήτων εξυπηρετεί τα αφεντικά και τα αφεντικά συνεχώς το υποδαυλίζουν.
Ο Μαρξ πουθενά δεν υποστηρίζει ότι οι καπιταλιστές προωθούν την «επιλεκτική ευαισθησία» και την ανεκτικότητα προς τους μετανάστες· ο Μαρξ υποστηρίζει ότι αυτό που κάνει με αρκετά ύπουλο τρόπο η κυρίαρχη τάξη είναι να διαδίδει την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αναφέρεται ακόμα και ο σατιρικός ρατσιστικός τύπος σαν ένα από τα επικίνδυνα εργαλεία που έχει στα χέρια της η κυρίαρχη τάξη· σήμερα θα λέγαμε: όργανα των αφεντικών είναι και οι σκιτσογράφοι που βάζουν στο στόχαστρο τους μετανάστες, όπως οι Μαριόνε[ix] και Κράσνιτς[x], δεξιοί τραγουδιστές σαν τον Πόβια[xi] (που μεταξύ άλλων, σε ένα φριχτό τραγούδι υποστηρίζει το τερατούργημα ότι ο «Καρλέτο Μαρξ» θα συμφωνούσε μαζί του), όλοι αυτοί που δημιουργούν τα ξενόφοβα memes στο Facebook κτλ.
Ουσιαστικά, ο Μαρξ λέει ότι οι εργαζόμενοι που σκέφτονται όπως ο Ντιέγκο, λειτουργούν όπως οι απεργοσπάστες: εξαπατούνται από την μπουρζουαζία και διασπούν την τάξη τους. Και προσθέτει ότι αυτό ισχύει και για τους μετανάστες που μισούν τους αυτόχθονες, αν και αυτό, όπως είναι φυσικό, δείχνει να τον ανησυχεί λιγότερο.
Αλλά αυτή η επιστολή μας λέει και πολλά άλλα. Γενικά, οι μεταναστεύσεις της εργατικής δύναμης δεν οφείλονται σε συνομωσία των μπουρζουάδων: αυτές συμβαίνουν αυθόρμητα και από πρωτοβουλία των ίδιων των μεταναστών, στους οποίους αναγνωρίζεται η ικανότητα να αποφασίζουν για το μέλλον τους και να αξιολογούν το τι είναι καλύτερο για αυτούς. Ο καπιταλισμός δημιουργεί αυτόματα τις συνθήκες οικονομικής ανισότητας που τροφοδοτούν τις μεταναστευτικές ροές· η μπουρζουαζία επωφελείται κατόπιν, προκειμένου να στηρίξει τα οικονομικά και πολιτικά της συμφέροντα, όπως κάνει πάντα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ο Μαρξ είναι όντως πεισμένος ότι υπάρχει, πράγματι, κάποιου είδους καπιταλιστική συνωμοσία: εξάλλου, η Ιρλανδία είναι μια εσωτερική αποικία της Μεγάλης Βρετανίας που καθορίζει την αγροτική πολιτική της, ωθώντας στην πληθυσμιακή αποψίλωση της υπαίθρου της. Μιλάει, ακριβώς, για «εξαναγκαστική μετανάστευση». Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ δεν προτείνει στους κομμουνιστές να θέσουν αιτήματα περιορισμού της μετανάστευσης. Αντιθέτως, διακρίνει σε αυτό το μπέρδεμα εθνικοτήτων μια ευκαιρία για την Πρώτη Διεθνή που είχε ιδρύσει ο ίδιος.
Η οργάνωση των εργατών δυναμιτίζει τα σχέδια του κεφαλαίου και μετατρέπει σε προοδευτικό αυτό που, αφημένο στην τύχη του (πιο σωστά, αφημένο στα χέρια των αφεντικών), θα ήταν αντιδραστικό. Το εμπόρευμα εργατική δύναμη είναι ένα ιδιόμορφο εμπόρευμα και ανάμεσα στις ιδιαιτερότητές του είναι και το γεγονός ότι δεν παραμένει αδρανές. Οι εργαζόμενοι είναι ανθρώπινα όντα με συνείδηση που αναπτύσσεται. Όλος ο μαρξισμός διατρέχεται από τη συνειδητοποίηση ότι η ταξική πάλη, δηλαδή η άρνηση της θεώρησης που υποβιβάζει τους εργαζόμενους σε απλούς παραγωγικούς συντελεστές, διαμορφώνει τον κόσμο.
Στο κλείσιμο της επιστολής, αφού έχει εξηγήσει το πόσο σημαντικό είναι να κερδηθεί η συμπάθεια των Ιρλανδών εργατών μέσω της υπεράσπισης της απελευθέρωσης της Ιρλανδίας από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, μιλάει με θαυμασμό για τη δράση της κόρης του Τζένης, που συμβάλλει στη γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό των ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το ιρλανδικό ζήτημα. Ολοκληρώνει, λέγοντας ότι για τη Διεθνή είναι αποφασιστικής σημασίας η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των Ιρλανδών και εργατών άλλων εθνικοτήτων, όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και στην Αμερική, όπου οι εθνικές διαιρέσεις έχουν κατακερματίσει το εργατικό κίνημα με τρόπο εξαιρετικά επιβλαβή.
ΟΚ, μοιάζει προφανές αλλά, κατά πώς φαίνεται, δεν είναι· ας το κάνουμε λοιπόν λιανά: σύμφωνα με του ιδρυτές της Πρώτης Διεθνούς, πρέπει να ενωθούν οι εργαζόμενοι των διαφόρων εθνικοτήτων, δημιουργώντας δεσμούς, τόσο μεταξύ των εργατικών τάξεων διαφορετικών χωρών, όσο και στο εσωτερικό κάθε χώρας, μεταξύ ντόπιων και μεταναστών. Να γιατί ονομάζονταν Διεθνής των Εργαζομένων. Πρέπει να προωθείται η ταξική αδελφοσύνη. Σίγουρα, οι σημερινοί ξενόφοβοι θα τους αποκαλούσαν ευαισθητούληδες. 
Οι "ευαισθητούληδες" της Πρώτης Διεθνούς.

Ορίστε τι πρότεινε ο Μαρξ το 1871, τη χρονιά της Παρισινής Κομμούνας:
«Οι στόχοι μας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο πλατιοί, ώστε να περιλαμβάνουν κάθε μορφή δράσης της εργατικής τάξης. Το να τους δώσουμε ειδικό χαρακτήρα θα σήμαινε να τους προσαρμόσουμε στις ανάγκες μόνο ενός τμήματος – των εργατών κάποιου έθνους μόνο. Αλλά πώς θα μπορούσε να ζητηθεί από όλους τους ανθρώπους να ενωθούν για τους σκοπούς λίγων;». [xii]

Αυτό απαντά και σε μια άλλη παπάντζα που διαβάζουμε συχνά, στο ότι σύμφωνα με τον Μαρξ κάθε έθνος θα έπρεπε να δίνει τον δικό του ξεχωριστό αγώνα, παρανόηση από ένα χωρίο του Μανιφέστου, που πάντως λέει ακριβώς το αντίθετο («Ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν και όχι στο περιεχόμενο, είναι στη μορφή κατ’ αρχήν εθνικός»[xiii]), αλλά ας μην δώσουμε συνέχεια.
Και ο Μαρξ συνεχίζει:

"Κάνε απεργία, όχι απεργοσπασία!"
«Για να φέρω ένα παράδειγμα, μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές του κινήματος απελευθέρωσης είναι η απεργία. Παλιότερα, όταν ξεκινούσε μια απεργία σε μια χώρα, κατανικιόταν με την εισαγωγή εργατών από μιαν άλλη. Η Διεθνής σχεδόν έβαλε τέλος σε όλα αυτά. Λαβαίνει πληροφορίες για τη σχεδιαζόμενη απεργία και διαδίδει αυτές τις πληροφορίες στα μέλη της, τα οποία αμέσως γνωρίζουν ότι γι’ αυτά το μέρος όπου διεξάγεται ο αγώνας θα πρέπει να είναι απαγορευμένη ζώνη. Έτσι λοιπόν τα αφεντικά θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνο με τους δικούς τους εργάτες. […] Με αυτό τον τρόπο κερδήθηκε πρόσφατα η απεργία των πουροποιών της Βαρκελώνης».[xiv]


Όπως με πολλά από αυτά τα γραπτά, αν τα διάβαζε ο Ντιέγκο, που δεν σκαμπάζει και πολύ, θα μπορούσε εύκολα να ενθουσιαστεί: πράγματι, ο Μαρξ εδώ λέει ότι η Διεθνής σταματούσε την εισαγωγή ξένων απεργοσπαστών. Αλλά αυτό που μετράει είναι το πώς: η Διεθνής σταματούσε την ξένη απεργοσπασία οργανώνοντας τους ξένους εργαζόμενους, εμπλέκοντάς τους στον κοινό αγώνα. Θα ήταν αδιανόητο για τους διεθνιστές να ζητήσουν από το Κράτος, δηλαδή την αστυνομία, να σταματήσει τους απεργοσπάστες υψώνοντας μπάρες στα σύνορα. Ως γνωστόν, η αστυνομία, από υπάρξεως κόσμου, συνοδεύει τους απεργοσπάστες χτυπώντας τις απεργιακές φρουρές.
Το ζουμί, πάντως, είναι αλλού: στους ξένους εργαζομένους, που τα αφεντικά θα ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν σα φτηνό εμπόρευμα για να μειώσουν το κόστος άλλων εμπορευμάτων, χρειάζεται να τους απευθυνόμαστε πάντα σαν ανθρώπινα όντα που θέλουμε να πείσουμε και να εμπλέξουμε στην υπόθεσή μας. Στη ρητορική του Ντιέγκο, αντιθέτως, οι μετανάστες είναι πράγματα, «σκλάβοι», που στην καλύτερη των περιπτώσεων προκαλούν τον οίκτο. Είναι η ίδια ρητορική με αυτή των εκμεταλλευτών τους.              
Τέλος πρώτου επεισοδίου
  Η συνέχεια εδώ.

Μάουρο Βανέτι γεννήθηκε το 1979 και ζει στην Παβία της Ιταλίας. Είναι προγραμματιστής. Είναι μέλος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης [Tendenza Marxista Internazionale].

[i] Η επιλογή του ονόματος του ήρωα δεν είναι τυχαία. Ο Βανέτι παραπέμπει στον Ντιέγκο Φουσάρο [Diego Fusaro], φιλόσοφο και μέγα κλαρινογαμπρό της ιταλικής διανόησης. Αγαπημένο παιδί των εμπορικών εκδοτικών οίκων και των μίντια της Ιταλίας, λόγω της υποτιθέμενης αντισυμβατικότητάς του. Μέγιστος παπαρολολόγος, ανακυκλώνει σε κάθε εμφάνισή του δυο-τρία κλισέ με τέτοιο λεξιλόγιο και θεατρινισμό ώστε να περνιέται από το κοινό για ψαγμένος και μορφωμένος.  Αυτοχαρακτηρίζεται «ανεξάρτητος μαθητής του Μαρξ», «πέρα από την αριστερά και τη δεξιά»· στην πραγματικότητα, έχει τόση σχέση με τον Μαρξ όσο οι καραμπελιαδοσπιθοεπαμίτες με τον διεθνισμό.  Έχει βαλθεί να μας πείσει ότι όλοι οι κλασικοί, με πρώτο απ’ όλους τον Μαρξ, ήταν ρατσιστές, ξενόφοβοι, εθνικιστές κτλ. Μέγιστος συνωμοσιολόγος, προσπαθεί να μας αποκαλύψει τα σκοτεινά σχέδια που απεργάζονται οι κακοί για την πλήρη υποδούλωσή μας. Μετανάστες και ομοφυλόφιλοι (πολλές φορές στον λόγο του ταυτίζονται) είναι οι δούρειοι ίπποι των κυρίαρχων: «…η μαζική μετανάστευση που επιθυμούν οι απάτριδες ισχυροί του κεφαλαίου φορτώνει στην Ευρώπη μάζες νέων σκλάβων, διατεθειμένων να κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν, αφού δε διαθέτουν ταξική συνείδηση και μνήμες κοινωνικών δικαιωμάτων». Όλα αυτά εντάσσονται σε ένα γενικότερο σχέδιο εκδίωξης των αυτοχθόνων ευρωπαϊκών πληθυσμών και δημιουργίας μιας «μπασταρδεμένης ράτσας». Όσον αφορά τους ομοφυλόφιλους, με το γκλάμουρ παράδειγμά τους «απειλούν το αστικό και προλεταριακό οικογενειακό μοντέλο». Τα παίρνει στο κρανίο με την κυριαρχία των αγγλικών ως παγκόσμιας γλώσσας και τη χρήση αγγλικών λέξεων στην καθημερινότητα: «Όποιος κάνει πλάτες σε όλο αυτό [στην κυριαρχία των αγγλικών] με τη διπλή και συμπληρωματική κίνηση της εγκατάλειψης της εθνικής κυριαρχίας και του ιταλικού πολιτισμού (ο οποίος εκφράζεται με την εκπληκτική μας γλώσσα), είναι ή ανόητος ή εγκληματίας». Καλεί στη δημιουργία ενός Ιταλικού Εθνικού Μετώπου για την ανάσχεση του επελαύνοντα καπιταλισμού. Δεν κρύβει τον θαυμασμό του προς τον Πούτιν. Συνοψίζουμε: πρόκειται για καραμπινάτο ακροδεξιό ντενεκέ που το παίζει ξερόλας και κάνει πολύ θόρυβο, θεωρεί τον εαυτό του «ανεξάρτητο μαρξιστή», επειδή τσιτάρει και παραφράζει τον Μαρξ, και καλεί στην υιοθέτηση μιας ακροδεξιάς ατζέντας στο όνομα του αντικαπιταλισμού (σας θυμίζει κάτι; Πάντως δε δηλώνει θαυμαστής του Χίτλερ και του Μουσολίνι, ας κοιμόμαστε ήσυχοι…). (Σ.τ.Μ.)    
[ii] Πρόκειται για τη γνωστή ρατσιστική, ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά [Lega Nord], που, για να αυξήσει το ακροατήριο και τους ψηφοφόρους της, στις τελευταίες εκλογές απάλειψε τον «γεωγραφικό προσδιορισμό». Στις τελευταίες εκλογές (2018), με ηγέτη τον Ματέο Σαλβίνι, πήρε το 17,4% των ψήφων και συγκυβερνά με τo Κίνημα 5 Αστέρια [Movimento Cinque Stelle] του Μπέπε Γκρίλο. Πρωθυπουργός–μαϊντανός ορίστηκε ο Τζουζέπε Κόντε [Giuseppe Conte]. To πρώτο βιολί της κυβέρνησης είναι ουσιαστικά ο Σαλβίνι, που ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών με κύριο στόχο του την «καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης», κάτι που αποτελούσε και έναν από τους κύριους άξονες της προεκλογικής του εκστρατείας. Τελευταίο πόνημα της «αντισυστημικής» κυβέρνησης το σκληρά αντιμεταναστευτικό «Νομοσχέδιο για την Ασφάλεια» [Decreto Sicurezza] που πέρασε με μεγάλη πλειοψηφία από τη Βουλή και τη Γερουσία της Ιταλίας. (Σ.τ.Μ.)
[iii] Στις 7 Ιουλίου 1960, στη διάρκεια μιας συνδικαλιστικής διαδήλωσης στο Ρέτζιο Εμίλια, οι δυνάμεις καταστολής σκότωσαν πέντε διαδηλωτές, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Προς τιμή τους, ο τραγουδοποιός Φάουστο Αμοντέι [Fausto Amodei] έγραψε το τραγούδι Per i morti di Reggio Emiglia [Για τους νεκρούς του Ρέτζιο Εμίλια], στο οποίο αναφέρονται τα ονόματα των πεσόντων: Λάουρο Φαριόλι [Lauro Farioli], 22 ετών, εργάτης·  Οβίντιο Φράνκι [Ovidio Franchi], 19 ετών, εργάτης· Μαρίνο Σέρι [Marino Serri] 41 ετών, βοσκός· Άφρο Τοντέλι [Afro Tondeli], 36 ετών, εργάτης· Εμίλιο Ρεβερμπέρι [Emilio Reverberi], 39 ετών, εργάτης. (Σ.τ.Μ.)
[iv] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Βιβλίο 1, Μτφρ. Παναγιώτης Μαυρομάτης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. σελ. 634-737. (Σ.τ.Μ.)
[v] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μτφρ. Γιώργος Κόττης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004, σελ. 51-52. (Σ.τ.Μ.)
[vi] CISL [Confederazione Italiana Sindacati Lavoratori]: Ιταλική Συνομοσπονδία Συνδικάτων Εργαζομένων,  ιστορικό χριστιανοδημοκρατικό σωματείο. (Σ.τ.Μ.)
[vii] Καρλ Μαρξ, Επιστολή προς τον Ζίγκφριντ Μάγερ και τον Άουγκουστ Βογκτ, Λονδίνο, 9 Απρίλη 1870. (Διαθέσιμο στα ιταλικά εδώ: https://www.marxists.org/italiano/marx-engels/1870/vogt.htm και στα αγγλικά εδώ https://www.marxists.org/archive/marx/works/1870/letters/70_04_09.htm, τελευταία πρόσβαση: 1/12/2018). (Σ.τ.Μ.)
[viii] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ό.π., σελ. 71. (Σ.τ.Μ.)
[ix] Μαριόνε [Marione] είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Μάριο Ιπρότα [Mario Iprota], «οργανικού» σκιτσογράφου του Κινήματος 5 Αστέρια. Δε χάνει ευκαιρία να τα χώνει στους «ευαισθητούληδες» και στους «radical shit». Φοβάται πολύ τον Σόρος και τα σκοτεινά κέντρα που θέλουν να αφαιρέσουν κάθε ίχνος πατριωτισμού από τους Ιταλούς. Προσπαθεί ο ρατσισμός του να είναι πιο «εκλεπτυσμένος» αλλά «η χαρά δεν τον αφήνει». Συχνά-πυκνά τα βάζει με τους «αριστερούς υπηρέτες της παγκοσμιοποίησης» που θέλουν να αντικαταστήσουν τον «λαό» με τους μετανάστες.  Πρωτοστάτησε εναντίον νομοσχεδίου που βασιζόταν στο Ιus Soli [Δίκαιο του εδάφους] που θα έδινε το δικαίωμα να αποκτήσουν την ιταλική ιθαγένεια ανθρώποι που δε διέθεταν ικανές ποσότητες άριου ιταλικού αίματος αλλά είχαν γεννηθεί στην ιταλική επικράτεια. Θεωρείται από πολλούς η επικοινωνιακή και διανοητική γέφυρα της συμμαχίας των 5 Αστεριών με τη Λίγκα. Όσοι του ασκούν κριτική είναι οι «πραγματικοί ρατσιστές» και «συντηρητικοί» που δεν αντέχουν τις «αλήθειες» και τον «αντισυμβατικό», «πολιτικά μη ορθό» λόγο του.  (Σ.τ.Μ.)
[x] Άλφιο Κράντσιτς [Alfio Crancic]: Στα νιάτα του μέλος του φασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος [MSI]. Θεωρείται ο πατέρας της δεξιάς σατιρικής γελοιογραφίας. Από το 1994 συνεργάζεται με την Il Giornale και μας βομβαρδίζει καθημερινά με ακροδεξιά, ρατσιστικά σκίτσα. Στα σκίτσα του ανακυκλώνεται όλη η ρητορική της σύγχρονης ακροδεξιάς και ξεδιπλώνεται όλη η γκάμα του ρατσιστικού-αντιμεταναστευτικού λόγου: «ψευτοπρόσφυγες», «πρόσφυγες στα ξενοδοχεία/σεισμοπαθείς σε σκηνές», «ρατσισμός προς τους Ιταλούς», «λαθρομετανάστες ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος», αντιμουσουλμανισμός, «ευαισθητούληδες», «κομμουνιστές που βγάζουν φράγκα από το μεταναστευτικό» κτλ. κτλ. κτλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το 2010 πολλοί καθηγητές και διανοούμενοι συντάχθηκαν με το φοιτητικό κίνημα, ζητώντας να μη δοθεί άδεια στο φασιστικό Blocco Studentesco να πραγματοποιήσει πορεία στο κέντρο της Ρώμης, ο Κράντσνιτς έσπευσε με άλλους γελοίους κεντρο-δεξιο-ακροδεξιούς να υπερασπιστεί το «δημοκρατικό δικαίωμα» των φασιστών. Όσοι του ασκούν κριτική είναι οι «πραγματικοί ρατσιστές» και «συντηρητικοί» που δεν αντέχουν τις «αλήθειες» και τον «αντισυμβατικό», «πολιτικά μη ορθό» λόγο του. (Σ.τ.Μ.)
[xi] Τζουζέπε Πόβια [Giuseppe Povia]: Γλοιώδης Ιταλός τραγουδοποιός, ο οποίος έχει τιμηθεί και με το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό τραγουδιού του Σαν Ρέμο το 2006. Πρόκειται για τερατούργημα διεστραμμένου εγκεφάλου που έβαλε σε ιταλικό μίξερ τον Γαϊτάνο, τον Σφακιανάκη και τον Σεφερλή. Επίσημος διασκεδαστής της Λίγκας που την τιμάει συχνά σε γιορτές της. Ανακυκλώνει τα γνωστά συνωμοσιολογικά κλισέ: οι μετανάστες έρχονται βάσει σχεδίου για να μας κλέψουν τις δουλειές, είμαστε όλοι θύματα της ψευτοδημοκρατίας, η αριστερά ξεπούλησε την Ιταλία στο παγκόσμιο κεφάλαιο, το λόμπι των γκέι και η λέσχη Μπίλντεμπεργκ κάνουν κουμάντο κτλ. Ας πάρουμε μια ιδέα από του στίχους του· στο άσμα “Immigrazia [Μεταναστοκρατία] μας ενημερώνει ότι «…το ΑΕΠ για ν’ ανεβάσουν, τους μετανάστες εδώ τους μπάζουν»· και συνεχίζει: «Με δικαιολογία τον ρατσισμό, ξεσπιτώνουν τον Ιταλό». Όμως, το άσμα είναι, συγχρόνως, και αυτοκριτικό: «Κάποτε οι γιόκες μας ήταν σκληροί, γιατί και οι γονείς ήταν σκληροί. Τώρα είναι μαλακοί, γιατί κι εμείς είμαστε μαλακοί…» δείχνοντας τα παπάρια του, για όποιον δεν κατάλαβε τι ακριβώς δεν έχει την απαραίτητη σκληρότητα. Πέρα από καταγγελτικά, τα τραγούδια του είναι και μορφωτικά (δηλαδή μας ξεστραβώνουν)· στο “Chi comanda il mondo [Ποιος κυβερνάει τον κόσμο] με σωκρατική-μαιευτική μέθοδο διατυπώνει το ερώτημα «Ποιος κυβερνάει τον κόσμο» αλλά δεν κρατιέται και χωρίς καν να μας ρωτήσει αν θέλουμε «να το πάρει το ποτάμι» απαντάει εν μέσω παραληρήματος: «Υπάρχει μια δικτατορία “και καλά” ταχυδαχτυλουργών, οικονομολόγων ακροβατών, τρομοκρατών, του κόσμου αφεντικών, χειρότερων κι από τους ναζιστές, που σφυρηλάτησαν άλλους τόσους θλιβερούς αριβιστές…» (η έμφαση δική μου). Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν και φανς του στην Ελλάδα. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι το YouTube προσφέρει ελληνικούς υπότιτλους στο βιντεοκλίπ του, ένα μνημείο κιτς-βιντογκέιμ αισθητικής. Ας κλείσουμε με μια από τις πιο εντυπωσιακές παρεμβάσεις του Πόβια στην ιταλική δημόσια ζωή: τον Φλεβάρη του 2017, εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό δίκτυο με τα σώβρακα και τραγούδησε μια από τις πιο πρόσφατες επιτυχίες του, το αντισυμβατικό Era meglio con Berlusconi[«Ήταν καλύτερα με τον Μπερλουσκόνι»] και έτσι η ιταλική τηλεόραση προσέθεσε ένα ακόμα πετράδι στο ανυπέρβλητο στέμμα της. Περιττό να προσθέσουμε ότι όσοι του ασκούν κριτική είναι οι «πραγματικοί ρατσιστές» και «συντηρητικοί» που δεν αντέχουν τις «αλήθειες» και τον «αντισυμβατικό», «πολιτικά μη ορθό» λόγο και τρόπο του. (Σ.τ.Μ.)
[xii] Καρλ Μαρξ, «Συνέντευξη στη New York World», New York World, 18 Ιουλίου 1871,  Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 2, σελ. 59-67. (Διαθέσιμο εδώ: https://www.marxists.org/ellinika/archive/marx/works/1871/07/14/interview_nyworld.html, τελευταία πρόσβαση: 3/12/2018). (Σ.τ.Μ.)
[xiii] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ό.π., σελ. 61. (Σ.τ.Μ.)
[xiv] Καρλ Μαρξ, «Συνέντευξη στη New York World», ό.π. (Σ.τ.Μ.)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο