Μία ιστορία αλκοόλ και ταξικής πάλης/ Una storia di alcol e lotta di classe

 του Ραλφ Χοφρόγκε/di Ralf Hoffrogge*

 

Μια παρέα Ουαλών ανθρακωρύχων για μπύρα στην παμπ μετά τη βάρδια, γύρω στο 1920. Πηγή.
 

[Σχόλιο της σύνταξης: «Στη Γερμανία του 19ου αιώνα οι μπυραρίες ήταν τόποι συλλογικής ζωής, και η μπύρα ήταν πράγματι το γράσο του νεαρού και μαχητικού ταξικού κινήματος». Ο ιστορικός Ραλφ Χοφρόγκε μας περιγράφει πώς το νεαρό γερμανικό εργατικό κίνημα και οι ηγέτες του (τότε που ο Κάουτσκι «ήταν ακόμα μαρξιστής») προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη «μάστιγα του αλκοόλ» που θέριζε τις εργατικές κοινότητες και «σαμπόταρε» την οργανωμένη ταξική πάλη, όπως επίσης τις μακροχρόνιες συνέπειες και τα όρια των επιλογών τους. Ευχαριστώ πολύ την επιθεώρηση Jacobin Italia που μου επέτρεψε να δημοσιεύσω αυτό το κείμενο στα ελληνικά. Επίσης, ευχαριστώ πολύ το Χάρη Καλαμπόκη που καλοκαιριάτικα μπήκε στον κόπο να επιμεληθεί το κείμενο, αφήνοντας πίσω τα δικά του γραψίματα που αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον.  Η ιταλική εκδοχή του κειμένου, εδώ.
Commento della redazione:Nella Germania del diciannovesimo secolo i bar erano spazi di vita in comune. E la birra fu un vero e proprio lubrificante per un movimento operaio nuovo e ribelle”. Lo storico Ralf Hoffogge racconta come il giovane movimento operaio tedesco ed i suoi militanti (all’ epoca che ‘‘Kautsky fosse ancora marxista”) abbiano provato ad affrontare ‘‘la piaga dell’ alcol’’ che minava le comunità operaie e sabotava la lotta di classe organizzata; e le conseguenze di lungo termine di queste scelte e i loro limiti. Ringrazio tanto la rivista Jacobin Italia che mi ha permesso la pubblicazione del testo in greco. Ringrazio anche tanto Xaris Kalabokis che in piena estate ha trovato il tempo per correggere la bozza, sacrificando tempo dalle sue scitture che aspetto con grande interesse. La versione italiana del testo, qui.] 


Ο αγώνας για έναν κόσμο που οι άνθρωποι θα μπορούν ελεύθερα να επιλέξουν τη ζωή τους, αφορά και τα μικρά πράγματα. Το γερμανικό κίνημα των εργαζομένων του 19ου αιώνα, σε ένα έθνος πασίγνωστο για τη λατρεία του στην κατανάλωση αλκοολούχων και εν μέσω βιομηχανικού πυρετού, χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπο και με το αλκοόλ. Τα αποστάγματα που διανέμονταν παντού στα εργοστάσια, άμβλυναν τις αισθήσεις των εργαζομένων και τους άδειαζαν τις τσέπες. Τότε ήταν που το ισχυρό Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Κόμμα κήρυξε τον πόλεμο στη «μάστιγα των σκληρών αλκοολούχων», και το έκανε καλώντας τους εργαζόμενους να πάνε μέχρι το μπαρ για μια πίντα μπύρα.

 
Μία από τις πιο σημαντικές δηλώσεις σχετικά με τον αμφίσημο ρόλο που έπαιξε το αλκοόλ στη δημιουργία του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος, έγινε το 1891, σε ένα άρθρο της έγκυρης σοσιαλιστικής εφημερίδας Die Neue Zeit, στην οποία ο Καρλ Κάουτσκι, ο γκουρού του γερμανικού σοσιαλισμού, είπε χωρίς περιστροφές στους αναγνώστες του: «Ο εχθρός είναι τα σκληρά αλκοολούχα». Μια τέτοια δήλωση μπορεί να φαίνεται ανελαστική, αλλά η συζήτηση στην οποία παρενέβαινε ο Κάουτσκι ήταν πολύ πιο σύνθετη. Ο Κάουτσκι κάθε άλλο παρά υποστηρικτής της απαγόρευσης ή της εγκράτειας ήταν –ακόμα κι αν μιλούσε άσχημα για τα αποστάγματα, υποστήριζε ανοιχτά τα μπαρ και τις ταβέρνες του εργατικού κινήματος, και τα έβλεπε σαν κρίσιμα θεμέλια για την χειραφέτηση του προλεταριάτου.

 
Πάνω από δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Κάουτσκι, όντως, οι γερμανικές μπυραρίες αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό χώρο για το σοσιαλιστικό κίνημα, βοηθώντας το να διατηρήσει την κοινωνική του βάση, ακόμα και όταν οι κατασταλτικοί Sozialistengesetzte –οι λεγόμενοι «αντισοσιαλιστικοί νόμοι»– πάσχιζαν με κάθε μέσο να καταπνίξουν κάθε δραστηριότητά του. Οι παμπ ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί κοινωνικοί τόποι, ένα είδος «συλλογικών καθιστικών» για τους εργαζόμενους που συχνά ζούσαν σε τόσο μικρά σπίτια που δεν τους επέτρεπαν να περνούν εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα, η μπύρα ήταν πράγματι το γράσο του νεαρού και μαχητικού ταξικού κινήματος. 

Σναπς

Η κατανάλωση αλκοόλ από τη γερμανική εργατική τάξη συνδέθηκε άμεσα με την απότομη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας στις αρχές του αιώνα. Η κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1807 στο Βασίλειο της Πρωσίας –το μεγαλύτερο και το ισχυρότερο από τα κράτη της Γερμανικής Ομοσπονδίας– αποτέλεσε μια θεμελιώδη προϋπόθεση για τη βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας του 19ου αιώνα. Είναι λιγότερο γνωστό ότι παρόλα αυτά, οι Πρώσοι χωρικοί ήταν στην πραγματικότητα αναγκασμένοι να εξαγοράσουν την ελευθερία τους από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, μέλη της αριστοκρατίας, με τεράστια χρηματικά ποσά. Οι φεουδάρχες χρησιμοποίησαν την εισροή ρευστού που προερχόταν από αυτές τις συναλλαγές για να στήσουν την πρώτη αγροτική βιομηχανία του έθνους: τα αποστακτήρια των σναπς. Προφανώς, η επένδυση ωφέλησε εξ ολοκλήρου του φεουδάρχες, δεδομένου ότι το σιτάρι που χρειαζόταν για την παρασκευή του φημισμένου αποστάγματος, καλλιεργούνταν στα χωράφια τους. Για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, η απόσταξη αλκοόλ ήταν απλώς ένα ακόμα μέσο για την απόσπαση αξίας.


Συνεπώς, το σνάπς αντιπροσώπευε ένα κρίσιμο στοιχείο του κύματος πρωταρχικής συσσώρευσης της Γερμανίας του 19ου αιώνα. Το ποτό παραγόταν από τους αριστοκράτες γαιοκτήμονες στα ανατολικά του ποταμού Έλβα, τους λεγόμενους Γιούνκερς, που μετατράπηκαν από τσιφλικάδες σε αγρο-καπιταλιστές. Τα σναπς όμως καταναλώνονταν κυρίως από τους προλετάριους των αγροκτημάτων και των τοπικών εργαστηρίων. Αργότερα, θα γίνονταν δημοφιλή και στα εργοστάσια των μεγάλων γερμανικών πόλεων, εκεί που η εργάσιμη ημέρα ακόμα και των δεκαπέντε ωρών αποτελούσε τον κανόνα. 


Παρατηρώντας σήμερα εκείνη την περίοδο, φαίνεται αδύνατο ακόμα και να φανταστούμε πώς οι άνθρωποι αυτοί ήταν σε θέση να αντέξουν μία τέτοια ψυχοσωματική πίεση. Η απάντηση, για να τα πούμε έξω απ’ τα δόντια, ήταν τα σναπς. Το να πίνεις στη δουλειά στις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν μόνο απολύτως νόμιμο: ήταν ο κανόνας. Τα σναπς άμβλυναν τις αισθήσεις των εργαζομένων, θόλωναν την αντίληψη του χρόνου και τους αναισθητοποιούσε στη αφόρητη ζέστη των χαλυβουργιών και το τσουχτερό κρύο των εξωτερικών εργασιών.


Οι εργοδότες ενθάρρυναν ζωηρά τους εργαζόμενους να μεθούν. Το αλκοόλ εξουδετέρωνε τα σήματα κινδύνου που το κορμί εξέπεμπε λόγω της καταπόνησης και επέτρεπε στα αφεντικά να ξεζουμίζουν μέχρι και την τελευταία σταγόνα εργατικής δύναμης που είχαν στη διάθεσή τους. Συγχρόνως, ο γενικευμένος αλκοολισμός είχε καταστροφικές συνέπειες στην προλεταριακή αλληλεγγύη και είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην αποτροπή των απεργιών. Για τους εργοδότες το αλκοόλ αποτελούσε και μια επιπλέον πηγή κέρδους –οι Γιούνκερς δεν ήταν οι μόνοι που κέρδιζαν ένα μερίδιο, δεδομένου ότι πολλοί εργοδότες πουλάγανε σναπς και αποστάγματα απευθείας στους χώρους εργασίας. Βασικά, κάθε τομέας της βιομηχανίας κατάφερνε να κερδίσει κάτι από αυτή τη διευθέτηση. Συχνά, οι εργοδότες μοίραζαν σναπς σαν κομμάτι του μισθού.

Πολεμώντας τον αλκοολισμό… με μπύρα; 

Δεδομένων των συνθηκών, δεν μας εκπλήσσει η διαδεδομένη στις αρχές του 19ου αιώνα καταγγελία της πραγματικής «μάστιγας των σναπς» που χτυπάει τους εργαζόμενους. Το πρώτο γερμανικό κίνημα για τον περιορισμό του αλκοόλ γεννήθηκε γύρω στα 1830 και είχε ριζώσει σε λέσχες της μεσαίας τάξης και της εκκλησίας. Αλλά τα αιτήματα του κινήματος απευθύνονταν προς τους καταναλωτές των σναπς, όχι στους παραγωγούς. Οι εργάτες ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στο κίνημα λόγω του πατερναλιστικού και φιλοκρατικού χαρακτήρα του –σε κάθε περίπτωση δεν είχε μεγάλη επιρροή, και κατέρρευσε μετά την επανάσταση του 1848, την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία γερμανική δημοκρατία.


Την ώρα που η δημοκρατία παράπαιε, ο καπιταλισμός απογειωνόταν, και η χώρα κατακλυζόταν από το κύμα βιομηχανοποίησης που ξεκίνησε το 1850. Μαζί με κάποιους άλλους μετασχηματισμούς στις σχέσεις παραγωγής, άρχισαν να αλλάζουν και οι γερμανικές αλκοολικές συνήθειες. Το πρώτο μεγάλο κύμα συσσώρευσης, βασισμένο κυρίως στην ανειδίκευτη εργασία, εξαντλούνταν· συγχρόνως, η μεταποιητική βιομηχανία αναζητούσε εκπαιδευμένους εργάτες για να ασχοληθούν με όλο και πιο σύνθετες εργασίες. Αυτοί οι καινούργιοι ειδικευμένοι εργάτες ήταν εκ των πραγμάτων απαραίτητοι· αυτό το στοιχείο τους καθιστούσε πολύ πιο αποτελεσματικούς στις απεργίες, αλλά άλλαζε και τις αλκοολικές τους συνήθειες. 


Πολύ απλά, το προλεταριάτο της παλιάς σχολής που μεθοκοπούσε δεν ήταν σε θέση να προσαρμοστεί στο απαιτούμενο είδος παραγωγής που ήταν συμβατό με την παγκόσμια αγορά και πλέον περιλάμβανε βαριές μηχανές, ατμομηχανές και εργαλεία ακριβείας. Ειδικότερα, οι μηχανουργικές και οι μεταλλουργικές βιομηχανίες μπορούσαν να απασχολήσουν μόνο εργάτες που ήταν ως επί το πλείστον νηφάλιοι. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είχαν κάθε λόγο να προσαρμοστούν: η προστασία της σωματικής τους ακεραιότητας και η ικανότητά τους για εργασία, όπως επίσης και η συμμετοχή σε πολιτικές οργανώσεις, ήταν πράγματα που απαιτούσαν ένα βαθμό νηφαλιότητας.


Πολύ σύντομα, στον αγώνα εναντίον της μάστιγας των σναπς και του αλκοολισμού, εμφανίστηκε ένας απροσδόκητος σύμμαχος: η μπύρα. Η κυκλοφορία μπύρας χαμηλής ζύμωσης, όπως η pilsner, την κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Η pilsner ήταν ποτό μακράς διάρκειας. Μπορούσε να αποθηκευτεί και να μεταφερθεί, αλλά απαιτούσε δροσερά μέρη για τη ζύμωσή της: παραδοσιακά, στις σπηλιές της Βοημίας. Μόνο με την εισαγωγή των ηλεκτρικών συστημάτων ψύξης το νέο ποτό μπόρεσε να παραχθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως το Βερολίνο, το Ντόρτμουντ και το Αμβούργο, εκεί που ζούσε και έπινε το προλεταριάτο.


Η κατανάλωση μπύρας στο χώρο εργασίας επέτρεπε την πόση σε πιο αργό ρυθμό και καθιστούσε ελεγχόμενη τη μέθη· και σε αντίθεση με τα σναπς δεν εμπόδιζε τον έλεγχο και συντονισμό του σώματος. Συν τοις άλλοις, η κατανάλωση μπύρας είχε και την έγκριση των αφεντικών, τόσο που πουλιόταν απευθείας στις μεγάλες βιομηχανίες σαν εναλλακτική στα σκληρά αλκοολούχα. 


Η αλλαγή των αλκοολικών συνηθειών ανταμείφθηκε με μείωση του εργάσιμου χρόνου και μισθολογικές αυξήσεις, απαραίτητα βήματα ώστε ευρεία εργατικά στρώματα να μπορούν να μεθύσουν με μπύρα, που «πείραζε» πιο αργά και ήταν πιο ακριβή. Η πιο οικονομική επιλογή, τα σναπς, συνέχισε να κυριαρχεί μεταξύ των πιο κακοπληρωμένων εργατών και εκεί που οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες. Το 1907, για παράδειγμα, ένας κυβερνητικός επιθεωρητής ανακάλυψε ότι στο Πότσνταμ τα επίπεδα κατανάλωσης σναπς στα εργοστάσια παραγωγής τούβλων συνέχιζαν να φτάνουν τα δύο λίτρα τη μέρα. Έπρεπε να φτάσουμε γύρω στο 1900 για να εισαχθούν κανονισμοί για τη μείωση των εργατικών ατυχημάτων και να γίνει η κατανάλωση αλκοόλ στην εργασία παράνομη. Έτσι η κατανάλωση τόσο των σναπς όσο και της μπύρας εκτοπίστηκε στην ιδιωτική σφαίρα. Σταδιακά, η μπύρα στη δουλειά αντικαταστάθηκε από τη μπύρα μετά τη δουλειά. 


Η μείωση της εργάσιμης ημέρας επέτρεψε η μισθωτή εργασία και οι βασικές σωματικές ανάγκες όπως ο ύπνος και το φαγητό, να μην καταλαμβάνουν όλη την ημέρα. Άρχισε να αναδύεται κάτι που έμοιαζε με ελεύθερο χρόνο, έννοια που μέχρι τότε ήταν απολύτως άγνωστη. Αλλά πού να περάσεις, τότε, αυτόν τον ελεύθερο χρόνο; Τα μικροσκοπικά προλεταριακά διαμερίσματα, όπου συχνά ολόκληρες οικογένειες ζούσαν σε ένα μόνο δωμάτιο, δεν αποτελούσαν πρακτική λύση. Άλλωστε, αυτές οι στεγαστικές λύσεις βασίζονταν στην υπόθεση ότι τουλάχιστον το ανδρικό μέρος της οικογένειας θα περνούσε όλη τη μέρα εκτός σπιτιού.


Οι άνδρες εργαζόμενοι βρήκαν ένα μέρος για να σκοτώσουν αυτόν τον καινούργιο και ασυνήθιστο ελεύθερο χρόνο, και να επενδύσουν τους υψηλότερους μισθούς: την μπυραρία της γωνίας. Οι μπυραρίες αποτελούσαν για τους προλετάριους ένα είδος καθιστικού που έλειπε από τα εργατικά σπίτια. Δεν ήταν μόνο μέρη για την κατανάλωση αλκοόλ, αλλά επίσης μέρη συνύπαρξης και επικοινωνίας· ειδικά οι Parteikneipe, οι «μπυραρίες του κόμματος», εκεί που τα συνδικάτα και το σοσιαλιστικό κόμμα έκαναν τις συνελεύσεις τους. Απεργίες, ακόμα και επαναστάσεις, ξεπήδησαν από κει μέσα: κάποιες από τις συναντήσεις που ενορχήστρωσαν την επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 –η εξέγερση των εργαζομένων και των στρατιωτών εναντίον της γερμανικής μοναρχίας– έλαβαν χώρα στο ντουμανιασμένο πίσω μέρος μιας βερολινέζικης μπυραρίας.                           

Σοσιαλιστικές μπυραρίες εναντίον καπιταλιστικού κράτους

Ακόμα και η αντικουλτούρα της γερμανικής εργατικής τάξης, με τον ανυπολόγιστο αριθμό πολιτικών οργανώσεων και κοινοτικών συλλόγων, αναπτύχθηκε μέσα στις ταβέρνες. Δεδομένης της έλλειψης εφικτών εναλλακτικών, ακόμα και οι ομάδες για την απαγόρευση του αλκοόλ αναγκάζονται να μαζεύονται εκεί μέσα. Τα σναπς, ωστόσο, είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την μπύρα, που για πολλούς ήταν προτιμότερη μιας και ο πιο αργός ρυθμός κατανάλωσής της επέτρεπε σε όποιον την έπινε να συμμετέχει συγχρόνως στις συζητήσεις. 


Οι μπυραρίες ήταν το ζωτικό καταφύγιο για το εργατικό κίνημα και στη περίοδο των αντισοσιαλιστικών νόμων, από το 1878 έως το 1890, όταν το γερμανικό κράτος προχώρησε σε μια ευρείας κλίμακας καταστολή εναντίον των εργατικών κομμάτων και έβγαλε εκτός νόμου τα συνδικάτα. Μόνο σε μεμονωμένους σοσιαλιστές επιτράπηκε να βάλουν υποψηφιότητα στις εκλογές –κάθε συλλογική οργάνωση διαλύθηκε. Παρόλα αυτά, το κίνημα επιβίωσε των απαγορεύσεων βγαίνοντας σχετικά αλώβητο από το πίσω μέρος του μπαρ, εκεί που ακόμα και τα μη-πολιτικοποιημένα άτομα που στέκονταν για να πιουν κάτι, παρασύρονταν συνεχώς σε πολιτικές συζητήσεις και αναγκάζονταν να πάρουν θέση, την ίδια στιγμή που η κρατική καταστολή ωθούσε αρκετούς από αυτούς στη ριζοσπαστικοποίηση. Όταν οι αντισοσιαλιστικοί νόμοι καταργήθηκαν, δώδεκα χρόνια μετά, το σοσιαλιστικό κίνημα ξεπρόβαλε από τις παμπ, επιστρέφοντας στη δημόσια ζωή δυνατό και συμπαγές: προς απόδειξη της δύναμής του, στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης του 1890, διακήρυξε για πρώτη φορά ανοιχτά την προσχώρησή του στο μαρξισμό. 


Οι προσεχτικοί αναγνώστες θα παρατήρησαν ότι στις προηγούμενες παραγράφους αναφέρθηκα χαρακτηριστικά σε «εργαζόμενους άνδρες». Πράγματι, τα μπαρ της εργατικής τάξης της βιομηχανικής Γερμανίας αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά ένα ανδρικό σύμπαν. Ο κλασσικός καταμερισμός της εργασίας, με τους άντρες να φέρνουν το ψωμί ενώ οι γυναίκες μένουν στο σπίτι, διατηρούνταν πεισματικά. Οι ταβέρνες συχνά αντιπροσώπευαν για τους άνδρες της εργατικής τάξης μια οδό διαφυγής από την οικιακή ζωή και τις υποχρεώσεις της, και παρά την αύξηση του μισθού και του ελεύθερου χρόνου, πολλοί προλετάριοι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μόλις που ξεπερνούσαν το όριο της φτώχειας.
Και οι γυναίκες εργάζονταν, ειδικά σε περιόδους κρίσης ή όταν ο μισθός των ανδρών δεν επαρκούσε για τη συντήρηση της οικογένειας. Αλλά ακόμα και αν έβρισκαν ανακούφιση από τον καθημερινό μόχθο πίνοντας και μοιράζονταν τις αλκοολικές συνήθειες των ανδρών συναδέλφων τους, παρέμεναν παρόλα αυτά αποκλεισμένες από την ήπια κατανάλωση αλκοόλ που θεσμοθέτησαν οι μπυραρίες. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τις μπυραρίες, για ολόκληρες γενιές, αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που καθυστέρησε την εξίσωση των φύλων και τη συμμετοχή των γυναικών στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Αν και οι σοσιαλδημοκράτες και κάποια άλλα κόμματα είχαν περιλάβει στα προγράμματά τους τα ίσα δικαιώματα και ζητούσαν τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες, όσο οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τις Parteikneipe –το βασικό χώρο οργάνωσης του κινήματος– παρέμεναν αναπόφευκτα αποκομμένες από τις σημαντικότερες συζητήσεις. Οι ταβέρνες, επομένως, είχαν έναν διφορούμενο χαρακτήρα: από τη μία πλευρά κρατούσαν ενωμένο το κίνημα, από την άλλη απέκλειαν το μισό εργατικό δυναμικό. 


Γύρω στα 1880 η τρομακτική διάδοση του αλκοολισμού μεταξύ των ανειδίκευτων εργατών και των υποπρολετάριων, όπως επίσης και μεταξύ των μαζών του αγροτικού προλεταριάτου που είχε πρόσφατα μεταναστεύσει στις πόλεις, έδωσε ζωή στην αναγέννηση του κινήματος της εγκράτειας. Νέες έρευνες στο πεδίο της ιατρικής ώθησαν πολλούς επιφανείς σοσιαλδημοκράτες να στηρίξουν για πρώτη φορά παρόμοια αιτήματα, υπογράφοντας την αντι-αλκοολική «Έκκληση της Ζυρίχης», το 1890. Μία από τις πρώτες και πιο σημαντικές διαμάχες που ακολούθησαν τη νομιμοποίηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος περιστρεφόταν ακριβώς γύρω από το ζήτημα του αλκοόλ, με τους εξτρεμιστές να φτάνουν να ζητούν η προσχώρηση στο κόμμα να επιτρέπεται μόνο στους εργαζόμενους που απείχαν τελείως από την κατανάλωση αλκοόλ. 


Αυτές οι σεχταριστικές ιδέες συνάντησαν την αντίδραση του κύριου θεωρητικού του κόμματος, του Καρλ Κάουτσκι. Αν και ασκούσε κριτική στις καταστροφικές συνέπειες που είχε το αλκοόλ στην αλληλεγγύη μεταξύ των προλετάριων και ήταν ιδιαίτερα κριτικός προς τον «εχθρό της εργατικής τάξης», τα σναπς, υπεράσπιζε ένθερμα την μπυραρία του κόμματος: «Το μόνο οχυρό των πολιτικών ελευθεριών του προλεταριάτου που δεν μπορεί να πέσει και τόσο εύκολα, δεν είναι άλλο από την ταβέρνα… Αν το κίνημα της εγκράτειας σημείωνε επιτυχίες […] και έπειθε του Γερμανούς εργαζόμενους να εγκαταλείψουν τις ταβέρνες, θα είχε πετύχει αυτό που ούτε οι αντισοσιαλιστικοί νόμοι δεν είχαν καν πλησιάσει να καταφέρουν: την καταστροφή της ταξικής συνείδησης».

Τα καθιστικά του προλεταριάτου

Ο Κάουτσκι συμφωνούσε με την πλειοψηφία του κόμματος που κατοικοέδρευε στις μπυραρίες και τις ταβέρνες. Η αντιαλκοολική μειοψηφία του SPD απέτυχε να «περάσει» τα αιτήματά της και συνεπώς αναγκάστηκε να οργανωθεί ξεχωριστά στη «Λίγκα Εγκρατών Εργατών». Μολαταύτα, το κίνημα της εγκράτειας κατέστησε γνωστές τις ανησυχίες της στο εργατικό κίνημα με διάφορες ευκαιρίες και η συζήτηση που ξεσήκωσε κατάφερε να μειώσει ακόμα περισσότερο τη συνήθεια της κατανάλωσης αλκοόλ. 

 
Παρόλα αυτά, η ιδέα μια απόλυτης αποκήρυξης του αλκοόλ ως απαραίτητη προϋπόθεση για το σοσιαλισμό απορρίφθηκε ευρέως από τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων. Το 1913 το κεντρικό όργανο του κινήματος της εγκράτειας (Der abstinente Arbeiter), μετρούσε μόνο 5.100 συνδρομητές, ενώ η επιθεώρηση που απευθυνόταν στους σοσιαλδημοκράτες ιδιοκτήτες μπυραριών και ταβερνών, Der freie Gastwirt, διαβάζονταν από 11 χιλιάδες ανθρώπους. Αν αναλογιστεί κανείς ότι γύρω από κάθε έναν από αυτούς τους συνδρομητές υπήρχε ένα μπαρ γεμάτο κόσμο, μπορεί να πάρει μια ιδέα αρκετά ξεκάθαρη της ισορροπίας δυνάμεων στο κίνημα εκείνη την εποχή. 

 
Όταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κήρυξε μποϊκοτάζ στα σναπς, το 1909, απέφυγε να επιτεθεί στην μπύρα. Ο κύριος στόχος του ήταν οι Γιούνκερς στα ανατολικά του Έλβα και τα προνόμιά τους, όπως το μονοπώλιο στα σναπς που επιβλήθηκε από τον πρώτο Γερμανό καγκελάριο, τον Όττο φον Μπίσμαρκ, που κατέστησε τη Γερμανία την πρώτη εξαγωγέα σναπς και ανέβασε τεχνητά τις τιμές.

 
Από το 1933 έως το 1945, οι ναζί στην εξουσία διέλυσαν τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές μπυραρίες. Κάποιοι θεωρούσαν ότι η καταστολή του Χίτλερ το 1933 θα ήταν παρόμοια με εκείνη του Μπίσμαρκ το 1871, αλλά διαψεύστηκαν οικτρά. Το 1950 οι σοσιαλδημοκράτες της Δυτικής Γερμανίας είχαν ήδη ανασυγκροτηθεί, αλλά η εργατική τους βάση άρχισε να διαβρώνεται από τον καταναλωτισμό που θρεφόταν από το οικονομικό μπουμ που έφερε το Σχέδιο Μάρσαλ. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι εργαζόμενοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε απτά υλικά αγαθά ως καταναλωτές αντί να τα ονειρεύονται σε ένα μακρινό σοσιαλιστικό μέλλον. Το αποτέλεσμα ήταν η γερμανική εργατική κουλτούρα και η σοσιαλιστική πολιτική να αποκλίνουν. Τα μπαρ σαν «καθιστικά του προλεταριάτου» έδωσαν τη θέση τους σε μια ατομικιστική ιδιωτικοποίηση, με τους εργάτες να έχουν επιτέλους τη δυνατότητα να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο στα σπίτια τους. 

 
Στις μέρες μας το λεγόμενο Stammtisch, το σταθερό τραπέζι της μπυραρίας της γειτονιάς, είναι συνδεδεμένο περισσότερο από κάθε τι με συντηρητικές συμπεριφορές, και η λαϊκή κουλτούρα της αριστεράς εδώ και καιρό τράβηξε γι’ αλλού. Αυτό σε κάποιο βαθμό οφείλεται στη μεγάλη επίδραση της φοιτητικής αντικουλτούρας και της αριστεράς τη δεκαετία του ’70, που θέλησε να πάρει εμφατικά απόσταση από τις συνήθειες των ίδιων των γονιών τους· αυτών που είχαν επιτρέψει στο ναζισμό να πάρει την εξουσία –όταν δεν τον υποστήριζαν κιόλας. Αλλά αντανακλά και ένα παγκόσμιο τρεντ που οδηγεί προς τον πολιτικό και ταξικό κατακερματισμό. Δεν είναι όμως μια αναπόφευκτη εξέλιξη. Και στον 19ο αιώνα η δυναμική προσέγγιση που υιοθέτησαν οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν καίρια για την μετατροπή των προλεταριακών τόπων σε πολιτικούς τόπους. Εν τέλει, τα κομματικά μπαρ που εγκωμιάστηκαν από τον Κάουτσκι ήταν το αποτέλεσμα όχι της παθητικής κατανάλωσης, αλλά μιας οργάνωσης με πολιτικούς όρους.
 

"Από κανένα καφέ, μπαρ, γραφείο και σπίτι των συνειδητών σοσιαλιστών δεν πρέπει να λείπει το λικέρ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ". Ιταλική αφίσα των αρχών του 20ου αιώνα. Πηγή.
 

                     
         
Ραλφ Χοφρόγκε είναι ιστορικός και συντάκτης του περιοδικού Arbeit-Bewegung-Geschichte. Είναι συγγραφέας του A Jewish Communist in Wiemar Germany: The Life of Werner Scholem (1895–1940) και του Working-Class Politics in the German Revolution: Richard Müller, the Revolutionary Shop Stewards and the Origins of the Council Movement.
Ralf Hoffrogge è uno storico e redattore della rivista Arbeit-Bewegung-Geschichte. Ha pubblicato A Jewish Communist in Wiemar Germany: The Life of Werner Scholem (1895–1940) e Working-Class Politics in the German Revolution: Richard Müller, the Revolutionary Shop Stewards and the Origins of the Council Movement.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο