Το Mάθημα του Καλβίνο [La Lezione di Calvino] 
του Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα [Alberto Asor Rosa]


[Σχόλιο της Σύνταξης: Έχετε διαβάσει To Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές του Ίταλο Καλβίνο; Αν όχι, πολύ κακώς. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για το καλύτερο βιβλίο του, και ένα από τα καλύτερα βιβλία γενικώς. Ο Ιταλός κριτικός λογοτεχνίας Αλμπέρτο Άζορ Ρόζα, σε ένα σύντομο και περιεκτικό κείμενο επισημαίνει ότι εκτός από όλες τις άλλες αρετές του μυθιστορήματος, ο Καλβίνο, από το 1947, μέσω του έργου αυτού παρεμβαίνει σε μια πολύ σύγχρονη συζήτηση, αυτή του ιστορικού αναθεωρητισμού. Ουσιαστικά, ο Άζορ Ρόζα χέρι-χέρι με τον Καλβίνο τσακίζει τις θεωρίες περί «αντίθετων άκρων», «μαύρου και κόκκινου φασισμού», «της βίας από όπου κι αν προέρχεται» κτλ. Και όλα αυτά χωρίς λιβανίσματα και αγιοποιήσεις της υποτιθέμενης άμωμης και αμόλυντης Αντίστασης.
   Θεωρώ ότι ο Άζορ Ρόζα δεν απευθύνεται μόνο στους γνωστούς και μη εξαιρετέους αναθεωρητές, μετααναθεωρητές κτλ που στην ουσία παπαγαλίζουν έναν φτιασιδωμένο παραδοσιακό ακροδεξιό λόγο· ο λόγος του αποτελεί και ένα καμπανάκι προς όλους αυτούς που στο όνομα του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων» και «της στροφής στο μερικό» έσπευσαν, σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουν μόνο αυτοί, να βυθίσουν τον ανταγωνιστικό λόγο σε ένα βαθύ σχετικισμό, πολιτικά παραλυτικό που μπάζει επιστημονικά από παντού· και την ίδια ώρα εκτίθενται στο ακαδημαϊκό και κινηματικό γιουσουρούμ με τους μανδύες της «ριζοσπαστικότητας». Πέρα από αυτούς, υπάρχουν αναμφίβολα και πολλοί ερευνητές και αγωνιστές που υπακούοντας σε ηθικές και πολιτικές επιταγές, στρέφουν το βλέμμα τους στους «αόρατους», τους «κοινούς ανθρώπους», σε όσους η επίσημη Ιστορία δεν έδειξε καμία προσοχή. Το κείμενο του Άζορ Ρόζα χρησιμεύει, επίσης, στο να αναδειχθεί ότι αυτές οι ενδιαφέρουσες και απαραίτητες προσεγγίσεις αυτουπονομεύονται όταν το μικροεπίπεδο δεν συνδέεται διαλεκτικά με τη «γενική εικόνα»· με τα λόγια του Χόμπσμπαουμ «…Οι ιστορικοί, ακόμα και αν ασχολούνται με τον μικρόκοσμο, πρέπει να είναι οικουμενιστές, όχι λόγω πίστης σ’ ένα ιδανικό στο οποίο πολλοί από μας παραμένουμε προσηλωμένοι, αλλά γιατί είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση της ιστορίας της ανθρωπότητας, και για την κατανόηση κάθε ξεχωριστού κομματιού της ανθρωπότητας».*
   Ένα κείμενο, λοιπόν, που αφιερώνεται σε όσες και όσους «παραμένουμε προσηλωμένοι στο ιδανικό», και καλούμαστε σε πολύ δύσκολους καιρούς να αντισταθούμε στην αναθεωρητική επέλαση (σημάδι της ταξικής μας ήττας) αλλά και να μην υποκύψουμε στον βαθύ σχετικισμό της «μεταμοντέρνας σκοπιάς» που έρχεται να αναιρέσει κάθε περασμένη απόπειρα κοινωνικής χειραφέτησης και να υπονομεύσει κάθε μελλοντική.
   Οι εικόνες είναι της Ροζίτας Ουρίκιο που τις εμπνεύστηκε από τη μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές.  Την ευχαριστώ θερμά που μου έδωσε την άδεια να συνοδέψω το ποστ με τα έργα της. Επίσης, ευχαριστώ τον Γιάννη Βογιατζή που επιμελήθηκε (και αυτό) το κείμενο. Τέλος, ευχαριστώ θερμά τον Αλμπέρτο Προυνέτι για όλη του τη βοήθειά του.
Το πρωτότυπο κείμενο, εδώ.
VIVA LA RESISTENZA/ VIVA I PARTIGIANI
*Eric Hobsbawm, «Η ιστορία των ταυτοτήτων δεν αρκεί», στο Για την Ιστορία, Αθήνα, Θεμέλιο, σελ. 332.


Commento della Redazione
: Avete letto Il sentiero dei nidi di ragno di Italo Calvino? Se no, mi dispiace. Secondo me si tratta del suo libro migliore e di uno dei migliori libri in generale. Il critico letterario italiano Alberto Asor Rosa, nel suo articolo evidenzia il fatto che, a parte tutte le altre virtù del romanzo, lo scrittore, attraverso questa opera del lontano 1947, interviene in un dibattito molto contemporaneo, quello sul revisionismo storico. Praticamente, Asor Rosa, attraverso il testo di Calvino, spezza tutte le teorie sugli “opposti estremismi”, “il fascismo rosso e nero”, “i crimini equiparati da ogni provenienza” ect. E tutto questo senza aver bisogno di ricorrere ad argomentazioni trionfalistici e santificanti di una presunta “immacolata, vergine, bella” Resistenza.
   Credo che Asor Rosa non si rivolga soltanto ai soliti revisionisti, post-revisionisti ect. che non fanno altro di ripetere a papagallo le solite argomentazioni di estrema destra in un modo imbellettato. Il suo discorso mette in allarme anche tutti quelli che in nome della “fine dei grandi narrazioni” e del “primato del particolare” hanno affondato il discorso antagonista in un scetiscismo profondo che di scarso valore scientifico che produce un paralisia politica; e tutti questi non esitano di esibirsi nel mercato academico e movimentesco con il mantello della “radicalità”. Nello stesso tempo esistono, indubbiamente, ricercatori e compagni che spinti da pulsioni politiche e morali, spostano il loro sguardo verso gli “invisibili”, “gli uomini comuni”, verso tutti quelli che sono assenti dalla Storia ufficiale. Il testo di Asor Rosa, ci aiuta anche a sottolineare che questi interessantissimi e indispensabili approcci si indeboliscono da se stessi se manca la connessione dialetica tra il micro-livello e il “grande quadro”. Con le parole di Hobsbawm “...gli storici anche se si occupino del microcosmo, devono essere universalisti, non a causa, soltanto, della fede a un ideale al quale tanti tra di noi siamo impegnati, ma perchè è un presuposto necessario per comprendere la storia dell’ umanità e per comprendere ogni singolo parte dell’ umanità”.*

   Un testo, allora, che si dedica e tutti e tutte tra di noi che “siamo impegnati all’ideale” e abbiamo come dovere di resistere all’ assalto revisionistico (segno della sconfitta di classe) ma anche non mollare al profondo sceticismo della visione postmoderna che annula tutti i tentativi di emancipazione sociale del passato e mina quelli del futuro.
   Le bellissime immagini sono di Rosita Uricchio. Si tratta di opere ispirate dal romanzo di Calvino Il sentiero dei nidi di ragno.  La ringrazio di cuore per avermi datto il permesso di accompagnare il post con le sue opere.
   Ringrazio, anche, Giannis Viogiatzis che ha curato il testo e Alberto Prunetti per tutto il suo aiuto.
Il testo originale, qui.
VIVA LA RESISTENZA/ VIVA I PARTIGIANI
*Eric Hobsbawm, “The Historian Between the Quest for the Universal and the Quest for Identity,” Diogenes, N0. 168, Vol. 42, N0. ]

 
Η αραχνοφωλιά - Rosita Uricchio©

Στην εξελισσόμενη διαμάχη μεταξύ αναθεωρητισμού και αντιαναθεωρητισμού κανείς δεν θυμήθηκε ότι για το ζήτημα είχε γράψει κάποιες σημαντικές σελίδες ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του καιρού μας, ο Ίταλο Καλβίνο, προοικονομώντας εδώ και πολλά χρόνια την ιστορία, στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, που εκδόθηκε το 1947.
Όπως όλοι γνωρίζουν  –και για όσους δεν γνωρίζουν, συνοψίζω σε λίγες γραμμές–, ο εικοσάχρονος Καλβίνο, μετά τις 8 Σεπτέμβρη 1943, κρύβεται για να αποφύγει την επιστράτευση στον στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό· έπειτα, στις αρχές του 1944, ανεβαίνει στο βουνό με τον δεκαεξάχρονο αδερφό του και μπαίνει στην παρτιζάνικη ΙΙ Μονάδα Καταδρομών «Γκαριμπάλντι», που δρούσε στις Δυτικές Άλπεις, στα σύνορα με τη Γαλλία. Έμεινε εκεί, πολεμώντας, μέχρι και την Απελευθέρωση, ενώ ο πατέρας του και η μητέρα του, για αντίποινα, είχαν συλληφθεί και απειλούνταν με θάνατο.
Το Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές γράφτηκε αμέσως μετά από αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία. Πράγματι, το βιβλίο είχε ήδη ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβρη του 1946. Γι’ αυτό, οι αφηγηματικές και πολιτικές θέσεις που υιοθετεί ο νεαρότατος συγγραφέας μπορούν εύλογα να θεωρηθούν  καρπός των προβληματισμών που αναπτύχθηκαν στο βουνό· χαρακτηρίζονται από μια διαύγεια και –θα μπαίναμε στον πειρασμό να προσθέσουμε σήμερα– μια προνοητικότητα που επιτρέπουν να διαφανεί ο μελλοντικός μεγάλος συγγραφέας και διανοούμενος.
Η ουσιαστική ιδιαιτερότητα του βιβλίου συνίσταται στο ότι ο Καλβίνο αντιστέκεται σε κάθε πειρασμό πανηγυρικής ή θριαμβολογικής αναπαράστασης της Αντίστασης. Οι πιο σημαντικοί χαρακτήρες του –ξεκινώντας από τον πρωταγωνιστή, το παιδί Πιν– είναι άτομα περιθωριακά, κοινωνικά «μη κανονικά», τα χαρακτηρίζει κάθε άλλο παρά μια στέρεα «ταξική συνείδηση» ή μια συγκεκριμένη πολιτική συγκρότηση. Όταν ο Πιν το σκάει στο βουνό, ενώνεται με μία ανταρτοομάδα, αυτή του Ντρίτο, που αποτελείται εξ ολοκλήρου, λόγω μιας συνειδητής επιλογής του πολιτικού επιτρόπου Κιμ, από άτομα του ιδίου φυράματος.

"Ο Πιν έχει το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν την τραβούσε" - Rosita Uricchio©

  Εξαιτίας αυτού ο Καλβίνο θωρεί την Αντίσταση στο ακραίο όριό της: αυτό στο οποίο η επιλογή του να είσαι από την εδώ ή από την εκεί πλευρά δεν ανταποκρίνεται σε μια ξεκάθαρη, σαφή, ορθολογική διεργασία· γιατί αυτό που κινητοποιεί και τους μεν και τους δε είναι κάτι πολύ κοινό, ίσως το ένα και το αυτό συναίσθημα: «η λύσσα», «η φούρια», «ο θυμός», «οι άχρηστοι θυμοί», «ένα παιχνίδι μεταξύ συντρόφων που έχει σαν τελικό βραβείο τον θάνατο» (όλες αυτές είναι λέξεις και φράσεις του συγγραφέα).
Αυτή η προσέγγιση –αυτή η «οπτική»– προσφέρει την πολυτέλεια στον Καλβίνο να συμπαραταχθεί, αλλά συγχρόνως και να ξεχωρίσει από όλο τον σύγχρονό του λαϊκίστικο νεορεαλισμό και του ακονίζει με εξαιρετικά τη ματιά, πέρα από τις στερεοτυπικές πεποιθήσεις που τότε κυριαρχούσαν ακόμα και στο αντιφασιστικό στρατόπεδο.
Έτσι, πράγματι, το πρόβλημα –το πρόβλημα για το οποίο γίνεται συζήτηση όλον αυτό τον καιρό– τίθεται στις σωστές του βάσεις. Τι διαφοροποιεί –παρά την προφανή συγγένεια των αρχικών παρορμήσεων και επίσης ορισμένων συμπεριφορών (η τυφλή βία, η ωμότητα, η έλλειψη οίκτου)– τους μεν από τους δε και καθιστά την αξιολόγησή τους δραστικά και αναπόφευκτα αντιθετική;
Το συζητούν νηφάλια, ενώ μετακινούνται από τη μία ανταρτοομάδα στην άλλη κατά τη διάρκεια της νύχτας που προηγούνταν της μάχης εναντίον των Γερμανών, ο διοικητής της ταξιαρχίας Φεριέρα, εργοστασιακός εργάτης που βγήκε στο βουνό, και ο πολιτικός επίτροπος Κιμ, φοιτητής της ψυχιατρικής, που, εκτός από τα καθήκοντα που έχει αναλάβει, αναζητά πιο σύνθετες και λιγότερο σχηματικές εξηγήσεις, τόσο για τις ατομικές και υπαρξιακές συμπεριφορές όσο και για τα μεγάλα ιστορικά φαινόμενα (ταξική πάλη, πολιτική επανάσταση), και θα ήθελε να προσδώσει «ένα νόημα» στον αγώνα ακόμα και αυτών που μάχονται χωρίς ίσως να γνωρίζουν το γιατί, αυτών «που δεν έχουν καμιά πατρίδα», αυτών που αρκούσε «ένα τίποτα» για να βρεθούν στην άλλη πλευρά (και αυτές είναι λέξεις του Καλβίνο). Ο Φεριέρα, λαμπερός, ορθολογιστής, φυσικός εκπρόσωπος της απελευθερώτριας τάξης, της εργατικής, δεν καταλαβαίνει. Ο Κιμ επιμένει. Οι ρίζες, εξηγεί, μπορεί να είναι οι ίδιες. Αλλά αυτό που διαχωρίζει τους μεν από τους δε είναι «η ιστορία»: η ιστορία που δίνει ένα δίκαιο και θετικό νόημα στην οργή των μεν· και ρίχνει τους δε στην καταστροφική και αυτοκαταστροφική δίνη των «αχρείαστων θυμών», που αποσκοπούν στην ατέρμονη αναπαραγωγή της καταπίεσης, της σκλαβιάς και της παντοτινής σήψης. 

"Θα μπορούσαν να μοιάζουν και με στρατιώτες..." - Rosita Uricchio©

Γενικά, από τη μια πλευρά, υπάρχει το «σωστό»· από την άλλη, το «λάθος». Αν το ξεχάσουμε αυτό, χάνουμε και το νόημα της ιστορίας. Είναι αυτό ακριβώς που διακυβεύεται στις μέρες μας: το αν θα χαθεί (και έτσι θα χαθεί και από την εθνική κοινότητα) το νόημα της ιστορίας. Πολύ περισσότερο διακυβεύεται η παραδοχή του ότι η ιστορία δεν έχει νόημα, ότι στην  ιστορία δεν υπάρχει το δίκαιο και το άδικο, αλλά μόνο το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό –αναιτιολόγητο και στην ουσία του ακατανόητο. Αυτό αποτελεί το αναγκαίο προγεφύρωμα, αλλά προσοχή –και αυτό με ενδιαφέρει πιο πολύ στην παρακαταθήκη του Καλβίνο– μόνο ενδιάμεσο και προσωρινό, προκειμένου να φτάσουμε στην ολοκληρωτική «δικαιολόγηση», που αποτελεί και τη λογική κατάληξη όλης της αναθεωρητικής διαδρομής.
Ο Καλβίνο λέει: πίσω από τον πιο έντιμο στρατιώτη των Μαύρων Ταξιαρχιών, τον πιο καλόπιστο, τον πιο ιδεαλιστή, υπήρχαν τα πογκρόμ, τα αντίποινα, οι αίθουσες βασανιστηρίων, οι εκτοπίσεις, το Ολοκαύτωμα· πίσω από τον πιο αδαή παρτιζάνο, τον πιο κλέφτη, τον πιο ανελέητο, υπήρχαν οι αγώνες για μια ειρηνική και δημοκρατική κοινωνία, ευλόγως δίκαιη, αν όχι απολύτως δίκαιη, που τέτοιες δεν υπάρχουν πουθενά. Δεν μας ενδιαφέρει αν τα καλά «παιδιά του Σαλό» δεν γνώριζαν τι υπεράσπιζαν μαζί με την τιμή της πατρίδας (συν τοις άλλοις και γιατί αυτό που διακυβεύεται, νομίζω, δεν είναι το αίτημα να δικαιολογηθεί το λάθος τους, αλλά, ουσιαστικά, να αναγνωριστεί κάποιος θετικός ρόλος στην επιλογή τους). Συμβαίνει στην ιστορία, ενίοτε, να βρεθούμε στη λάθος πλευρά, ακόμα και αθέλητα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν μένει παρά να το αποδεχθούμε: έτσι πήγαν τα πράγματα, και αν υπάρχει μια άλλη ζωή, μπορούμε να επανορθώσουμε.
Αλλά η ιδέα ότι η ιστορία ανάγεται σε ένα άθροισμα ατομικών περιπτώσεων, καθεμιά ξεχωριστή και επομένως, μέσα στην απόλυτη υπαρξιακή ιδιαιτερότητά τους, όλες δικαιολογημένες (ο ένας επειδή ο πατέρας του είχε πεθάνει στον πόλεμο, ο άλλος γιατί είχε μια μάνα καταπιεστική, ο τρίτος γιατί ήθελε να τη σκαπουλάρει κ.λπ. κ.λπ.) παράγει αυτή την κατάρρευση όλων των διανοητικών  και  πολιτισμικών παραμέτρων, της οποίας είμαστε μάρτυρες.
Ο Μεγάλος Αδερφός –συνεπής προς την κυρίαρχη μαζική ιδεολογία– τείνει να γίνει ο νέος παγκόσμιος κανόνας της ιστορικής ερμηνείας: είμαστε καλοί ή κακοί, ευλογημένοι ή αφορισμένοι, εντός ή εκτός της «ιστορίας», νικητές ή νικημένοι, ανάλογα με τις διαθέσεις του τηλεοπτικού κοινού (και ίσως των πλειοψηφιών που κυβερνούν σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο) και ο καθένας (αντάρτης ή φασίστας, βασανισμένος ή βασανιστής) δεν μετράει πλέον για αυτό που είναι ούτε για τις λογικές και τις αξίες που φέρει, αλλά για το ρολάκι που κατάφερε να παίξει, καλά ή άσχημα, στο παλκοσένικο του παρελθόντος (ή, συνεπώς, σε αυτό του παρόντος).
Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε πώς ήταν μια πόλη, μια επαρχία, ένα ιταλικό χωριό στα τρομερά χρόνια ανάμεσα στο ’43 και το ’45, όταν η απειλή του θανάτου και της καταπίεσης βάραινε όλη την εθνική κοινότητα. Υπάρχουν δύο γειτονικά και όμοια σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο, όπου μένουν οικογένειες λίγο-πολύ στις ίδιες συνθήκες. Κάποιο πρωί, από το ένα σπίτι βγαίνει ένας νεαρός, παίρνει τον δρόμο προς το δάσος και ανεβαίνει στο βουνό, αρπάζει το όπλο που του δίνουν και αρχίζει να πυροβολεί τους μπράβους της καταπίεσης και της αδικίας, τους συμμάχους μιας ανελέητης κατοχικής δύναμης· από το άλλο, βγαίνει ένας συνομήλικος του προηγούμενου, κατευθύνεται προς το πιο κοντινό στρατόπεδο, φοράει τη στολή των Μαύρων Ταξιαρχιών και αρχίζει να πυροβολεί τον πρώτο, και αν τον πιάσει, τον κρεμάει από ένα δέντρο, όπως συνέβη στο Μπασάνο ντελ Γκράπα,[i] στην Πάντοβα[ii] κ.α. 

"Τώρα ο Πιν είναι μόνος και περιμένει. Τώρα όλες οι σκιές παίρνουν περίεργα σχήματα" - Rosita Uricchio©

Το νόημα της ιστορίας είναι ότι στον πρώτο χρωστάμε αυτό που δεν είχαμε, δηλαδή αυτή την ελευθερία και τη δικαιοσύνη που οι άκρως αδυσώπητοι καιροί μάς εξασφάλισαν· ο δεύτερος, αν είχε «δικαιωθεί», θα μας τις στερούσε ακόμα πιο άγρια απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αν η διάκριση μεταξύ των δύο δεν διατηρηθεί, αν οποιοσδήποτε Ιταλός, ένας νεαρός, στις μέρες μας δεν σκέφτεται ότι αν τύχαινε να βρισκόταν σε εκείνη την κατάσταση, θα βάδιζε στο πλευρό εκείνου του παλαιού συνομήλικού του που ανέβηκε εκείνο το μονοπάτι προς ένα μέλλον ανασφάλειας και ταλαιπωρίας, δεν σημαίνει μονάχα ότι διαβάζει λάθος την ιστορία: σημαίνει ότι δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου η ελευθερία και η δικαιοσύνη σήμερα. Όμως, αυτό είναι το πραγματικό νόημα της ιστορίας σήμερα. Ξαναδιαβάζουμε το παρελθόν με αυτό τον τρόπο γιατί ζούμε το παρόν με αυτό τον τρόπο. Το ιδεολογικό-ιστοριογραφικό σχήμα είναι τέλεια λειτουργικό στο ιδεολογικοπολιτικό σχήμα: επιπλέον, το δεύτερο καθορίζει το πρώτο. Με συνταγές ύπουλες και γλοιώδεις, αναπτύσσεται στην Ιταλία μια νέα μορφή φασιστικής σκέψης που τείνει, για την ώρα διακριτικά, να επανασυνδεθεί με την περασμένη ιστορική εμπειρία και, κυρίως, να τη δικαιολογήσει, να τη λειάνει, να την επαναφέρει στο βάθρο από το οποίο είχε εκπέσει. Η κυκλωτική κίνηση αυτής της πολιτικής και διανοητικής επιχείρησης είναι μέρα με τη μέρα όλο και πιο προφανής. Και βρισκόμαστε μόλις στην αρχή.  
  
"... να πιάνει τα τζιτζίκια και να παρατηρεί την παράλογη μουσούδα τους που θυμίζει πράσινο άλογο" - Rosita Uricchio©


[i] Στις 26 Σεπτέμβρη 1944 στην πόλη Μπασάνο ντελ Γραπα, στην επαρχία του Βένετο, 31 νεαροί αντάρτες από την πόλη που είχαν συλληφθεί μετά από εκκαθαριστική επιχείρηση στο βουνό Γκράπα και στα γύρω βουνά, κρεμάστηκαν από τα δέντρα που στόλιζαν την κεντρική οδό. Από κάθε δέντρο κρέμονταν ένας αντάρτης: είχαν τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη και είχαν περασμένη από το λαιμό τους μια επιγραφή που έγραφε «Ληστές». Η «Επιχείρηση Πιάβε» των ναζιφασιστών προκάλεσε συνολικά τον θάνατο 400 αντιφασιστών και την εκτόπιση 500. Οι Γερμανοί και Ιταλοί υπεύθυνοι δεν διώχθηκαν ποτέ για το έγκλημά τους. (Σ.τ.Μ)
[ii] Στις 17 Αυγούστου 1944, 10 αντιστασιακοί της Πάντοβας δολοφονήθηκαν σε αντίποινα για την εκτέλεση του φασίστα στρατιωτικού Μπαρτολομέο Φροντέντου [Bartolomeo Fronteddu]. Οι 7 εκτελέστηκαν στο στρατόπεδο Κιεζανουόβα και οι 3 κρεμάστηκαν στην οδό Σάντα Λουτσία. Μετά τον πόλεμο παρουσιάστηκαν ισχυρά στοιχεία που τεμηρίωναν ότι ο Φροντέντου στην πραγματικότητα φαγώθηκε από φασίστες. (Σ.τ.Μ)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο