Τα μελωδικά οδοφράγματα του Ολτρετορέντε [Le barricate melodiche di Oltretorrente]
του Πίνο Κακούτσι [Pino Cacucci] 

 

[Σχόλιο της Σύνταξης: Κυκλοφόρησε από τις Απρόβλεπτες Εκδόσεις το ιστορικό μυθιστόρημα του Πίνο Κακούτσι, Ολτρετορέντε, Μια καθόλου συνηθισμένη αντιφασιστική ιστορία. Μέσα στις σελίδες του ξεδιπλώνεται η ηρωική και νικηφόρα αντίσταση των κατοίκων μια φτωχοσυνοικίας της Πάρμας, ενάντια στις φασιστικές ορδές.
Ο συγγραφέας δεν περιορίστηκε μόνο στα ηρωικά γεγονότα, και αυτό νομίζω είναι μία από τις αρετές του βιβλίου. Προσπάθησε να συνθέσει και να αναδείξει τους δύο κόσμους που ήρθαν αντιμέτωποι, όπως λέει και στο οπισθόφυλλο. Η προσέγγιση αυτή είναι πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου, μιας και αναδεικνύει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του «μεγάλου» (ιδεολογίες, ιδανικά κτλ.) και του «μικρού», της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι κάτοικοι της φτωχογειτονιάς του Ολτρετορέντε όταν τα «έδιναν όλα» ενάντια στους φασίστες, υπερασπίζονταν, συγχρόνως, τόσο τις αγωνιστικές τους παραδόσεις και το όραμα τους για ένα πιο δίκαιο κόσμο, όσο και πράγματα πιο απτά, όπως τα σπίτια τους, τους δικούς τους ανθρώπους, τη καθημερινότητά τους, όσο δύσκολη κι αν ήταν. Με λίγα λόγια, υπερασπίζονταν την κοινότητά τους. Από το «κόκκινο Βέντινγκ» στο Βερολίνο της Βαϊμάρης, μέχρι τις ανατολικές συνοικίες στην Αθήνα και τις παραγκουπόλεις της Ρώμης στην Κατοχή, η κοινοτική αλληλεγγύη και η αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου όπλιζε τους αγωνιζόμενους με αποφασιστικότητα και «γείωνε» τη θεωρία στην πράξη, μετουσιώνοντας αφηρημένες έννοιες όπως «αλληλεγγύη» και «ενότητα» σε συγκεκριμένες δράσεις και καθήκοντα (βέβαια, όλα αυτά δεν γίνονται από μόνα τους, χρειάζεται και η προλεταριακή πρωτοπορία κτλ. κτλ. αλλά δεν είναι της ώρας να το ανοίξουμε τώρα. Άσε που θα στεναχωρήσω και του α/α/α φίλους μου).
Αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου των προλετάριων, της κουλτούρας τους, είναι και η μουσική. Έχουμε συνηθίσει στο κάθετο διαχωρισμό λόγιας και λαϊκής δημιουργίας. Οι πλούσιοι και οι κουλτουριάρηδες έντεχνα και κλασσικά, το πόπολο μπουζούκια και κλαρίνα (στις διάφορες παραλλαγές τους). Μόνο που το Ολτρετορέντε μας εκπλήσσει και σε αυτό το ζήτημα: βασική λαϊκή διασκέδαση του λαουτζίκου της Πάρμας ήταν η όπερα και η κλασσική μουσική! Παραθέτω, λοιπόν, ένα όχι και τόσο ηρωικό απόσπασμα, στο οποίο ο Πίνο Κακούτσι μας προσφέρει μια εικόνα της ζωής των κατοίκων του Ολτρετορέντε και περιγράφει τη σχέση που είχαν με τη μουσική και τα θεάματα.
Το κείμενο συνοδεύεται από τους πίνακες του Ενρίκο Φερεόλι, ζωγράφου από την Πάρμα που αποτύπωσε με το πινέλο του τα οδοφράγματα του 1922.
Ευχαριστώ πολύ τον Σωτήρη που σε μία πολύ δύσκολη περίοδο για μένα, μου εμπιστεύτηκε τη μετάφραση του βιβλίου. Γενικά, τον ευχαριστώ πολύ. Επίσης, ευχαριστώ τον Αλμπέρτο Προυνέτι.
Τέλος, αφιερώνω τη μετάφραση στην Όλγα που εκτός από τα χίλια (και λίγα λέω…) πράγματα που έχει κάνει για μένα, μου έμαθε και τον συγγραφέα, το βασικότερο για ό,τι ακολούθησε. Και ακούει και Τρίτο πρόγραμμα στο αμάξι!

Commento della Redazione
: E’ stato pubblicato in Grecia il libro di Pino Cacucci Oltretorrente. Il libro racconta l’eroica e vittoriosa resistenza del popolo di Parma contro le orde fasciste.
Pino non si limita a raccontare soltanto gli episodi eroici - e questo, secondo me, è uno dei meriti della sua opera - ma ha cercato di ricostruire i due mondi che stavano combattendo. Credo che il suo approccio sia molto importante, perché evidenzia la dialettica tra il “grande” (ideologia, valori ect.) e il “piccolo” (la quotidianità di questa gente). Quando i residenti dei quartieri popolari si sacrificavano contro i fascisti, difendevano allo stesso tempo sia le loro tradizioni di lotta e la visione di un mondo migliore, che cose molto più concrete, come i loro cari, le proprie case, la loro (difficilissima) quotidianità. In poche parole, la loro comunità. Dal «Wedding Rosso» a Berlino durante la Repubblica di Weimar, fino alle borgate romane e atenesi durante l’occupazione, la solidarietà della comunità e la sensazione di un destino comune armavano i militanti con determinazione e collegavano la teoria alla pratica, trasformando idee astratte come “solidarietà” e “unità” in compiti specifici. (Certo, tutto questo non potrebbe succedere senza la spinta dell’avanguardia proletaria, però non è questo lo spazio per parlare di questo tema e non voglio far arrabbiare i miei amici anarchici).
La musica è parte integrante del mondo proletario, della sua cultura. Siamo abituati alla separazione totale tra cultura popolare e cultura “alta”: i ricchi, i “colti” con la musica classica, il popolo con le zampogne, gli organetti ect. Solo che l’Oltretorrente ci sorprende anche su questo settore: il divertimento più diffuso tra la “plebe” di Parma erano l’opera e la musica classica! Pubblico, allora, due passi del libro (non così tanto “eroici”) che offrono un’immagine particolare della relazione dei residenti di Oltretorrente con la musica e gli spettacoli.
Il testo è accompagnato dai quadri di Enrico Fereoli, pittore parmense che ci ha offerto le belissime opere sul tema delle barricate del 1922.
Ringrazio Sotiris ed edizioni Aprovleptes che, in una fase della mia vita molto difficile, mi ha affidato la traduzione del libro. Lo ringrazio di cuore. Ringrazio anche Alberto Prunetti.
Dedico la traduzione a Olga che, a parte le migliaia di cose che ha fatto per me, mi ha fatto anche conoscere l’opera di Pino Cacucci, cosa fondamentale per tutto quel che è successo in seguito. (In più, ascolta musica classica mentre guida!)]
     



σελ. 43

[Ο γερο-Αρντίτο, πενήντα χρόνια μετά τα θρυλικά οδοφράγματα του ’22, προσπαθεί να μεταφέρει το κλίμα της εποχής σε μια παρέα νεαρών αντιφασιστών.]

"Προσπαθήστε να φανταστείτε, γιατί ο κόσμος των συνοικιών, η Παλιά Πάρμα, αποτελούσε ένα είδος κοινότητας που όμοιά της δεν υπήρχε σε όλη την Ιταλία… Αρκεί να σκεφτείτε ότι παρά τη μιζέρια και τις κακουχίες, οι κάτοικοι του Ολτρετορέντε δεν θα εγκατέλειπαν ποτέ τον εξώστη, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να μείνουν νηστικοί για μέρες. Ναι, στην Πάρμα, οι φτωχοί πήγαιναν στο θέατρο, και αλίμονο σε όποιον τους το στερούσε! Όπως έλεγε και ένας ποιητής: «Όμορφος κόσμος, μοχθεί αλλά το γλεντάει... Για μια βραδιά βρέθηκε στον παράδεισο».
Στην πόλη υπήρχαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, εφτά θέατρα, που στις λαϊκές παραστάσεις ξεπουλούσαν, διπλασιάζοντας διά μαγείας τη χωρητικότητα. Το Ρέτζιο, επισήμως, χωρούσε 1.250 θεατές, αλλά τον Φλεβάρη του ’22, για τον Οθέλο του Βέρντι κόπηκαν, στο άψε σβήσε, 1.974 εισιτήρια! Βέβαια, έπρεπε αυτοί στον εξώστη να κάθονται στριμωχτά, αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν κόσμος λιανός, κώλοι στεγνοί, πετσί και κόκαλο, όχι σαν τους καλοθρεμμένους μεγαλοκαρχαρίες της πλατείας. Και ο εξώστης μας, της λυρικής, ήταν ο πιο φοβερός του κόσμου! Αν σε σφύριζαν στην Πάρμα, υπέφερες. Αλλά αν ο κόσμος του Ολτρετορέντε σε χειροκροτούσε… Ε τότε, σήμαινε ότι η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη σε όλη τη χώρα! Και βέβαια, δεν ερχόταν τυχαία εδώ ο Τοσκανίνι.
Σίγουρα, ο Πεπίνο Βέρντι ήταν της μόδας, και ακόμα είναι σ’ εμάς εδώ, αλλά στο Τσεντράλε, στο Λούξ, στο Ράιναχ, και στο Ήντεν πήγαινες και για τις συναυλίες, τις κωμωδίες, μέχρι και για συγκεντρώσεις ή για τους μάγους. Όμως, προσπαθήστε να με καταλάβετε, δεν ήταν ένα χούι ή μια μανία των φτωχών που ξεγελιόνταν για ένα βράδυ ότι είναι ίσοι με τους πλούσιους… Όχι, ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ, ένα είδος ταύτισης ζωής και μουσικής, υπέφερες και χαιρόσουν μαζί με τους ηθοποιούς στο πάλκο, και ένιωθες να μοιράζεσαι ένα κοινό πάθος· η έξοδος στην όπερα αποτελούσε τη μαγική στιγμή που τα συναισθήματα ενώνονταν, ήταν η έκφραση της αλληλεγγύης της καθημερινής ζωής των συνοικιών, και το στρίμωγμα όλων στον εξώστη μας έδινε εκείνη την αίσθηση της ενότητας, του να μοιράζεσαι κάτι ηρωικό και δραματικό. Και μετά, αυτό το ατελείωτο πάθος το ξανασυναντούσες περπατώντας οποιαδήποτε ώρα στο Ολτρετορέντε, όταν άκουγες να σφυρίζουν ή να σιγοτραγουδούν άριες, για να μη μιλήσω για τα καπηλειά, που ήταν μια χορωδία φιλόμουσων με την απαραίτητη συνοδεία γιουχαϊσμάτων και κραυγών για τα φάλτσα του ενός και του άλλου. Τύχαινε ακόμη και να ακούσεις κάποιους τρελούς να καυγαδίζουν με ατάκες από την όπερα, δεν υπερβάλλω, τις ξέρανε όλες απέξω, χώρια τις συζητήσεις, πριν και μετά το έργο, σχετικά με το πώς θα είναι ή πώς ήταν. Αχ, πόσο περίεργο μου φαίνεται να διηγούμαι τώρα για αυτούς τους ανθρώπους που ίδρωναν και έφτυναν αίμα και σηκωνόταν τρεις ή τέσσερις ώρες πριν το χάραμα, κι όμως, το βράδυ στην πρεμιέρα, τους έβλεπες περιποιημένους, με τα καλά τους ρούχα να μοσχοβολάν σαπούνι –αυτή τη μυρωδιά γνήσιου σαπουνιού που υπήρχε στην ατμόσφαιρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ– περήφανοι που βρίσκονταν εκεί και κατασυγκινημένοι, αλλά έτοιμοι να αποδοκιμάσουν ακόμα και έναν τόνο της οκτάβας κάτω από τον σωστό. Γιατί, τελικά, ήμασταν όντως ανελέητοι, εμ πώς, και αλίμονο σε όποιον απογοήτευε τον εξώστη της Πάρμας· και το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να βρει έναν τενόρο ή μία σοπράνο ήταν να ακούσει αυτούς εκεί πάνω να αρχίσουν να γελάνε: τα γέλια, ναι, τα τρανταχτά γέλια αποτελούσαν τη χειρότερη τιμωρία για όποιον φαλτσάριζε, όχι μόνο με τη φωνή, αλλά και με την παρουσία, όταν δεν έδινε όλο του το είναι όπως απαιτούσε ο ρόλος, και σε σχέση με τα γέλια, τα σφυρίγματα δεν ήταν τίποτα. Όμως, όταν ο εξώστης χειροκροτούσε… Αχ, τι ικανοποίηση, τη διάβαζες στα πρόσωπά τους και ήξερες ότι θα τη θυμούνταν για όλη τους τη ζωή". 





σελ. 141

[Οι φασίστες προσπαθούν να πατήσουν πόδι στη λαϊκή συνοικία του Ολτρετορέντε και να τσακίσουν τα αντιφασιστικά οδοφράγματα. Οι μάχες είναι πλέον σφοδρές. Σε μια ανάπαυλα, οι υπερασπιστές του Ολτρετορέντε το ρίχνουν έξω...]
 


"Στη μακριά νύχτα πίσω από τα οδοφράγματα του Ολτρετορέντε δεν βασιλεύει μονάχα η σιωπή· ανάμεσα στους πυροβολισμούς, ορθώνονται οι μελωδίες των κατοίκων των συνοικιών που ανέκαθεν προτιμούσαν τις άριες από τα αγωνιστικά τραγούδια και τα εμβατήρια. Ένας τενόρος Αρντίτο συνοδεύεται από τη στεντόρεια φωνή μια γυναίκας. Οι φασίστες, από την άλλη πλευρά των γεφυρών, κοιτιούνται έκπληκτοι.

Όταν η νυχτιά τον ουρανό σκεπάσει, έχεις τους συντρόφους σου στη 

δράση, κι απ’ του εχθρού τ’ασκέρι, γι’ ασπίδα έχεις το μαχαίρι…
Άιντε Ερνάνι, την καλή σου, τ’ άστρο του ληστή συλλογίσου…
Της αντρειοσύνης σου θα ειν’ η ανταμοιβή…  [i]

Ένας φασίστας πυροβολητής, ενοχλημένος, ρίχνει μια ριπή προς το οδόφραγμα. Από την άλλη πλευρά, η μελωδία διακόπτεται για κάποια δευτερόλεπτα: μετά συνεχίζεται ακόμα πιο σθεναρά από πριν.

Φίλοι μας είναι μοναχά στις πλαγιές και στα βουνά, τουφέκι και μαχαίρι… Όταν πλακώνει 

η νυχτιά μες στη φοβερή σπηλιά, αυτά 
έχουμε για ταίρι…
Μοίρα έχουμε κοινή, στον θάνατο και στη ζωή, χέρια και

 καρδιά δικά σου… Σα βέλος κοφτερό, που στόχο βρίσκει στο φτερό, 
ξέρουμε να χτυπούμε… [ii]

Σε μια στιγμή ένας Αρντίτο σηκώνεται στο οδόφραγμα, ρίχνει μία προς τους πολιορκητές και αμέσως αρχίζει να τραγουδά με την ψυχή του:

Χίλιοι πολεμιστές μ’ ακολουθάν, σαν τα σκυλιά τ’ ασλάνι: είμαι ο 

ληστής Ερνάνι! [iii]

Μόλις που προλαβαίνει να καλυφτεί από τις σφαίρες που πέφτουν βροχή γύρω του, ο ήχος από το πιστολίδι μπερδεύεται με τα βρισίδια των μαινόμενων φασιστών και με τα κοροϊδευτικά γέλια των λυρικών εξεγερμένων".





 

Σημειώσεις του μεταφραστή:
 [i] «Quando note il cielo copra, tu ne avrai compagni all’ opra, dagli sgherri dà un rivale, ti fia scudo ogni pugnale.. / Sprera Ernani, la tua bella de’ banditi fia la stella... /  Saran premio al tuo valore...»: Στίχοι από το λιμπρέτο της όπερας του Τζουζέπε Βέρντι Ερνάνι.
 [ii] «Per boschi e pendici abbiam soli amici moschetto e pugnal… Quand’ esce la note nell’ orride grotte ne forman guancial... / Comune abbiamo sorte, in vita e in morte, son tuoi braccio e cor... Qual freccia scagliata, la meta segnata sapremo colpir...», ό.π.
 [iii] «Mille guerrier m’ inseguono, m’ incalzano inumani: sono il bandito Ernani», ό.π.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο